Σελίδες

21 Νοε 2024

ΑΛΛΗΓΟΡΙΕΣ ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ

 

Ο Γιάννης Νικολάου είναι δημοσιογράφος, και προϊστάμενος του ΡΙΚ. Ως συγγραφέας έχει ασχοληθεί με τα επώδυνα θέματα της πατρίδας του, της Κύπρου. Έχει ήδη γράψει για τα παιδιά της Λαπήθου. Το παρόν βιβλίο αποτελεί μια ιστορική ανασκόπηση της σύγχρονης ιστορίας της πολύπαθης νήσου, δοσμένη μέσα από μια αλληγορία, που την κάνει ευκολοδιάβαστη για μικρούς και μεγάλους. Πρωταγωνίστρια η Κύπρος, (η κοιλάδα στο βιβλίο) που λόγω της στρατηγικής της θέσης στον χάρτη έχει συληθεί, καταπατηθεί και λεηλατηθεί επανειλημμένως από ξένους διεκδικητές, «κυρίως επειδή είναι πέρασμα απ’ όπου όλα τα καραβάνια περνούν από την Ανατολή προς τη Δύση».

Ο συγγραφέας, με ιδιαίτερη ευρηματικότητα, από την θέση του παππού που διηγείται στα εγγόνια του ένα αφήγημα, μιλά για την ιστορία του νησιού μέσα από μια ιστορία γουέστερν. Μέσα στο αφήγημα βρίσκεται καλά φυλαγμένο και διπλωμένο το αίτημα να μην ξεχάσουν οι νέες γενιές την ιστορία του τόπου τους, αλλά να την θυμούνται πάντα, και με την στάση τους να μην προδώσουν την ιστορική αλήθεια και τους προγόνους τους, πράγμα που θα γίνει αν αποδεχθούν πρακτικές που νομιμοποιούν άμεσα ή έμμεσα την κατοχή του νησιού τους από τον ξένο δυνάστη. Ο παππούς λοιπόν του βιβλίου έχει σκαρώσει για τα εγγόνια του ένα αφήγημα για το μακρινό Φαρ Ουέστ, με σερίφηδες, καουμπόηδες και αγρότες. Κεντρικός ήρωας ένα παλληκαράκι που ανδρώνεται, ο Τζίμης, και η μητέρα του, αγρότες και φαρμέρηδες στην κοιλάδα. Ο πατέρας, από χρόνια νεκρός, έχει αφήσει στον γιό του κληρονομιά ένα γαλάζιο πουκάμισο, με κεντημένη την παραίνεση να μην ξεχάσει. Η παραίνεση αυτή αποτελεί κεντρικό σημείο της πλοκής του όλου πονήματος, και αποτελεί την έγνοια και την βαθιά αγωνία του δημιουργού του αναγνώσματος αυτού, μπροστά στον κίνδυνο του ξεχάσματος του διχασμού του τόπου του σε κατεχόμενο και ελεύθερο, μετά από πενήντα και πλέον χρόνια από την τουρκική εισβολή.

Ο συγγραφέας πονάει και υποφέρει για τα δεινά του τόπου του. Ο πόνος φαίνεται ανάγλυφα στα πρόσωπα και στις συνθήκες της αλληγορίας. Μέσα από «κακούς γείτονες», που είναι ο «βρωμερός Μπίλι», ή «άγριος Μπίλι» («κλέφτης και σφετεριστής»), ο «βρωμερός παππούς», ο Σερίφης, οι καουμπόηδες νταήδες του Μπίλι, η Ένωση, ο Δικαστής, και άλλα, αναφέρεται στην σύγχρονη ιστορική πραγματικότητα μέσα από σύμβολα. Μιλά κατ’ αρχήν για τον διχασμό του λαού πριν από τις περιπέτειές του, πολιτικό διχασμό που έδωσε την «αφορμή», σε ξένες δυνάμεις να επέμβουν, και που ενώ φαινομενικά νοιάζονται, στην ουσία εξυπηρετούν τα δικά τους συμφέροντα, αφού («θα έκαναν τα στραβά μάτια μέχρι που να καεί ό,τι ήταν να καεί και μετά θα έρχονταν για να κάνουν δήθεν τους δίκαιους κριτές»). Αναφέρεται στον «κακό» γείτονα (Τούρκο), τον Μπίλι, και στην τουρκική εισβολή μέσω των νταήδων καουμπόηδων που «σκότωσαν κόσμο, ακόμη και ανήμπορους γέρους, γυναίκες και παιδιά, που δεν πρόλαβαν να φύγουν για να γλυτώσουν. Ο συγγραφέας μέσα από τα σύμβολα που χρησιμοποιεί αναφέρεται και στον ρόλο της υπερδύναμης, της ξένης «περαθαλάσσιας» δύναμης (προφανώς των ΗΠΑ). Μέσα από το ξετόπωμα από την αρχική εστία της οικογένειας του Τζίμη, ο Γιάννης Νικολάου περιγράφει τον ξεριζωμό του κυπριακού λαού από τις προγονικές του εστίες, τους βομβαρδισμούς («φαινόντουσαν σαν οι φωτιές να έπεφταν από αυτά τα ίδια τα αστέρια»), την προσφυγιά, την «προσωρινή εγκατάσταση», που όμως τελικά μονιμοποιείται (και νομιμοποιείται) αφού οι Κύπριοι «δεν μπορούσαν να φανταστούν πως φεύγοντας εκείνη την επάρατη μέρα από το σπίτι τους, άφηναν πίσω όχι απλώς το βιος τους, τα υπάρχοντά τους, αλλά όλη τη ζωή τους... ίσως για πάντα». Με ιδιαίτερο πόνο ο συγγραφέας περιγράφει πώς το αίσθημα της προσωρινής εγκατάστασης μετατρέπεται σιγά-σιγά, με την πάροδο του χρόνου σε βόλεμα, αφού «άλλωστε, τόσες δεκαετίες μετά το μεγάλο κακό, λίγο-πολύ είχαν και αυτοί «βολευτεί» και τα πράγματα είχαν αλλάξει, αφού οι πατεράδες και οι παππούδες τους που ήταν οι πραγματικοί κάτοικοι της κοιλάδας, έφευγαν ο ένας μετά τον άλλο από τη ζωή, ενώ αυτοί, τα παιδιά και τα εγγόνια τους έβλεπαν την κοιλάδα σαν «ξένο τόπο»…». Ουδέν μονιμότερον του προσωρινού, λέει η παροιμία. Σταδιακά, όπως περιγράφει πολύ ζωντανά τις συναισθηματικές διακυμάνσεις των ανθρώπων, ο Γιάννης Νικολάου, «ο θυμός και η οργή του πρώτου καιρού έγιναν σιγά-σιγά πόνος και πίκρα». Η πίκρα μονιμοποιήθηκε, μαζί με την «προσωρινή» κατάσταση που έγινε τελικά κανονική. Και η ζωή μπήκε σε αναμονή, αναμονή αποκατάστασης, που ήταν ιδιαίτερα έντονη σε όσους είχαν αγαπημένα πρόσωπα που είχαν χαρακτηριστεί ως αγνοούμενοι. Έτσι, ο συγγραφέας, χρησιμοποιώντας τα σύμβολα, αναφέρεται ανάγλυφα στους αγνοούμενους που οι άνθρωποι «δεν έμαθαν ποτέ με βεβαιότητα τι απέγιναν».

Ο Γιάννης Νικολάου περιγράφει επίσης τον διχασμό της νήσου σε κατεχόμενα και μη. Ασχολείται με το δίλημμα του κυπριακού λαού σε σχέση με την ένταξη της μεγαλονήσου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στους κινδύνους της όσον αφορά την επίλυση του κυπριακού ζητήματος. Κάτι τέτοιο έφερνε στο προσκήνιο το θέμα της τουρκικής κατοχής του μισού νησιού με δραματικό τρόπο. Πώς θα εντασσόταν η Κύπρος στην Ένωση, μισή ή ολόκληρη; Ερώτημα καίριο αφού «οι παράνομοι, κουβαλητοί», οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στα σπίτια των εκτοπισμένων και, «αυτοαποκαλούνταν ‘Βόρειοι’», ήθελαν με αυτό τον τρόπο «να νομιμοποιηθούν στην κλεμμένη κοιλάδα (στο κλεμμένο τμήμα του νησιού), στα κλεμμένα τα σπίτια και τις περιουσίες. Ο παππούς, μιλά επίσης, πάντα αλληγορικά, και για τις σχέσεις με την αδελφή χώρα Ελλάδα, και τέλος για τον κίνδυνο του βολέματος, του ξεχάσματος, και τελικά αποδοχής της υφιστάμενης κατάστασης από τον ίδιο τον κυπριακό λαό. Αυτό το τελευταίο είναι που ανησυχεί και πονά περισσότερο τον Γιάννη Νικολάου.

Το όλο πόνημα, μέσα από το πολύ ευρηματικό αφήγημα του παππού προς τα εγγόνια του σε αυτό ακριβώς αποσκοπεί: ο Τζίμης, η νέα γενιά, ο Τζίμης, («να μην ξεχάσει ποτέ την ιστορία των παππούδων του, να μην ξεχάσει ποτέ πως το ρυάκι και όλα αυτά πέρα από το ρυάκι ήταν κάποτε δικά τους και τους τα πήρε ο βρομερός Μπίλι») να διατηρηθεί η ιστορική μνήμη, και να παραμείνουν οι ερχόμενες γενιές ενωμένες με τις ρίζες και την ιστορία τους. Όπως λέει ο σοφός παππούς, «ένα δέντρο όσο μεγάλο και δυνατό κι αν είναι, όσο κι αν έχει ψηλώσει κι έχει απλώσει φύλλα και κλαδιά, αν του κόψεις ή αποξηράνεις τις ρίζες», χάνεται. Ο νεαρός Τζίμη διατηρεί λοιπόν την μνήμη μέσα του ζωντανή και αφυπνίζει σε αυτό και την μητέρα του. Να μην μεταβληθεί «η α-λήθεια» σε «λήθη». Το μήνυμα του βιβλίου είναι πως οι νέες γενιές δεν θα πρέπει να ξεχάσουν τις ρίζες τους, ούτε την ιστορία τους. Η τουρκική εισβολή, οι σκοτωμοί, οι βασανισμοί, οι βιασμοί και η εξαφάνιση προσώπων και οικογενειών, αποτέλεσε ένα συλλογικό ψυχικό τραύμα, το οποίο στις μέρες μας εξακολουθεί να αιμορραγεί. Το κυπριακό ζήτημα είναι πάντα επίκαιρο και απαιτεί την επίλυσή του.