28 Σεπ 2024

ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ, στον καθρέφτη της μνήμης Ελλάδας-Κύπρου


Ο Ηρακλής Ζαχαριάδης, οδοντίατρος και ιστορικός ερευνητής, είναι γέννημα-θρέμμα της Κύπρου. Παράλληλα με την άσκηση του επαγγέλματός του, ασχολήθηκε με την αρθρογραφία και την λογοτεχνία, και είναι ιδρυτής και πρόεδρος του Ελληνικού Πολιτιστικού Ομίλου Κυπρίων (ΕΠΟΚ) με ποικίλη πολιτιστική δράση. Έχει λάβει πολλές τιμητικές διακρίσεις για την πολιτιστική του δράση, ενώ είναι μέλος του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός».

Το πρόσφατο βιβλίο του με τίτλο «Ιχνηλατώντας, στον καθρέφτη της μνήμης Ελλάδας-Κύπρου» αποτελεί ένα ιστορικό πόνημα που αποτελείται από πέντε ενότητες. Όλες τους αποτελούν μια διαδρομή έρευνας, μέσα από τους αιώνες, των περίπλοκων διαδρομών των σχέσεων του μικρασιατικού, κυπριακού, νησιώτικου και ελλαδίτικου ελληνισμού.

Στην πρώτη ενότητα, όπου ιχνηλατούνται οι σχέσεις ανάμεσα στην Σάμο και στην Κύπρο, παρουσιάζονται στοιχεία που συνδέουν τα δύο νησιά από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Όπως γράφει ο ίδιος ο συγγραφέας, το παρόν πόνημα αποτελεί εργασία χρόνων μελέτης Κυπρίων που έζησαν και εργάστηκαν ως αγρότες, τεχνίτες και μάστορες σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Ο κ. Ζαχαριάδης ξεκίνησε να μελετά την Σάμο όταν αντιλήφθηκε τυχαία την αναφορά του επιθέτου «Κύπριος» στα αναγγελτήρια θανάτου μιας τοπικής εφημερίδας. Αυτό αποτέλεσα την αφετηρίαγια μια έρευνα ανίχνευσης Κυπρίων στο νησί αυτό, με πολύ μεράκι και κόπο. Ο συγγραφέας αναφέρει πολλά στοιχεία που αφορούν την αρχαία ζωή των δύο νησιών, συνοδευόμενα μερικές φορές και από φωτογραφικό υλικό, διερευνά πώς βρέθηκαν Κύπριοι στην Σάμο και παραθέτει στοιχεία της ζωής ανθρώπων με το όνομα Κυπραίος ή Κύπριος, οι οποίοι έζησαν στο νησί, αλλά και Σαμίων που έζησαν στην Κύπρο. Παρατίθεται μάλιστα η συγκλονιστική ιστορία ενός τεχνίτη του μαρμάρου που φονεύθηκε από τον γιό του αφού ερωτεύτηκαν την ίδια γυναίκα. Το δράμα, που προφανώς συγκλόνισε την τότε κοινωνία της Κύπρου, άφησε τα ίχνη του στην δημοτική ποίηση, από την οποία παρατίθεται απόσπασμα.

Στην δεύτερη ενότητα ο κ. Ζαχαριάδης, ανατρέχοντας πάντα σε ιστορικά αρχεία και πηγές, καταπιάνεται με τις πολυεπίπεδεςσχέσεις των δύο νησιών κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, με ιδιαίτερη αναφορά στην Παναγία του Κύκκου. Την εποχή εκείνη η Σάμος βρισκόταν στο σταυροδρόμι των ναυτικών διαδρομών της Ανατολικής Μεσογείου, και λόγω αυτού γνώρισε μεγάλη άνθιση. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί πατριδωνυμικά επώνυμα ως ένδειξη κατά την έρευνά του για τον ρόλο των Κυπρίων την εποχή εκείνη στο νησί. Η έρευνά του, που παρουσιάζεται στο παρόν πόνημα, έχει καταγράψει τα πραγματικά στοιχεία Κυπρίων που έζησαν και άφησαν το αποτύπωμά τους στο νησί, είτε ως εξέχουσες πνευματικές μορφές όπως ο ιερομόναχος Χριστόφορος ο Κύπριος, είτε ως απλοί άνθρωποι, είτε αναφερόμενοι σε αστυνομικά αρχεία της εποχής.

Στην Τρίτη ενότητά του παρόντος βιβλίου, ο συγγραφέας παραθέτει τα αποτελέσματα της έρευνάς του αναφορικά με την μορφή του Κύπριου Μητροπολίτη Μήθυμνας (Λέσβου) Πανάρετου, σκιαγραφώντας την σημαντική του συμβολή στον νεοελληνικό διαφωτισμό, και στην Ελληνική Επανάσταση κατά της τουρκοκρατίας μέσα από το πολυεπίπεδο εκπαιδευτικό του έργο.

Στην τέταρτη ενότητα, με αφορμή ένα συγκλονιστικό δημοσίευμα του 1924, ο Ηρακλής Ζαχαριάδης ασχολείται με τη μικρασιατική καταστροφή, εφορμούμενος ίσως και από την κοινή εμπειρία βιαιοπραγιών εκ μέρους των Τούρκων, που είναι το κοινό σημείο ανάμεσα σε Κυπρίους και Μικρασιάτες πρόσφυγες. Το συγκλονιστικό δημοσίευμα που έδωσε στον Ηρακλή Ζαχαριάδη το έναυσμα να γράψει για το θέμα αυτό, αφορά την πορεία ενός αγγλικού πλοίου προς την Μασσαλία, του οποίου το εμπόρευμα ήταν 400 κιλά οστά Ελλήνων και Αρμενίων (που αντιστοιχούν σε 50.000 θύματα), τα οποία πούλησε το Τουρκικό κράτος στην Γαλλία «για βιομηχανική χρήση».  Με αφορμή το γεγονός αυτό ο συγγραφέας καταφέρεται με σθένος και δριμεία γλώσσα ενάντια στην αποσιώπηση της γενοκτονίας των Ελλήνων, ενάντια στην παραποίηση της ιστορίας στα σχολικά βιβλία, και ενάντια στην αδράνεια των κυβερνώντων να απαιτήσουν από το Τουρκικό κράτος να αναγνωρίσει τις μαύρες αυτές σελίδες της ιστορίας. Παράλληλα σκιαγραφεί την σχέση μεταξύ του Κεμαλισμού και του ναζισμού, αναφερόμενος σε λεγόμενα του Χίτλερ περί μαθήτευσης των στελεχών του και του ιδίου στις Τουρκικές μεθόδους εξόντωσης. Όπως αναφέρεται στο κείμενο σχετικά με το εμπόριο οστών των θυμάτων της μικρασιατικής καταστροφής: «οι Τούρκοι τα πούλησαν, οι Γάλλοι τα αγόρασαν, οι Άγγλοι διευκόλυναν και οι Γερμανοί, αργότερα,  μιμήθηκαν».

Η πέμπτη ενότητα το βιβλίου αποτελεί ένα δοκίμιο πάνω στην ζωή και το έργο του Στρατή Μυριβήλη. Στις σελίδες του μας ξεναγεί στην Συκαμιά, στην Λέσβο, στον βράχο της Παναγιάς Γοργόνας και στο εκκλησάκι. Ο συγγραφέας περιδιαβαίνει τον χώρο και αρμοδένει το έργο του Μυριβήλη με το τοπίο που του προσέφερε τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις. Ο Ηρακλής Ζαχαριάδης με περισσή ευαισθησία, ανασαίνει τον αέρα του μεγάλου λογοτέχνη, επισκέπτεται τα μέρη όπου εκείνος καθόταν, ανευρίσκει παλιά γράμματα, ανακαλύπτει τα ίχνη της ερωτικής του ζωής και έμπνευσής του, και γίνεται μέτοχος των εικόνων που έβαλε στο έργο του. Κάνοντάς το αυτό, μεταδίδει στον αναγνώστημια εμπειρίακαταζώντανη, γεμάτη με σεβασμό και δέος. Ως νοσταλγός της Κύπρου όπως ήταν ολόκληρη, αδιαίρετη, απλήγωτη ακόμα, ανιχνεύει και την σχέση του Μυριβήλη με το πολύπαθο νησί. Εξάλλου, η ίδια θάλασσα τα ενώνει όλα.

Εν κατακλείδι το παρόν έργο αποτελεί μια πορεία του συγγραφέα στην ιστορία των τόπων, όπου κυριολεκτικά ιχνηλατεί τις μνήμες και τις πτυχές των άγνωστων συχνά λεπτομερειών της ζωής που διαδραματίστηκε κάποτε εκεί. Η πορεία αυτή και η ιχνηλάτιση αποτελεί συχνά και μια συνειδητή διαμαρτυρία του συγγραφέα ενάντια στην παραποίηση και διαστρέβλωση της ιστορίας, γεγονός που τον πονά. Ιδιαίτερος μάλιστα πόνος υπάρχει στην μνημόνευση του εμπορίου των οστών των θυμάτων της μικρασιατικής καταστροφής, φέρνοντας στο φως γεγονότα που είναι ελάχιστα γνωστά στην Ελλάδα αλλά κυρίως στο εξωτερικό. Ευαίσθητο θέμα και για τον συγγραφέα, του οποίου η ιδιαίτερη πατρίδα είναι στα κατεχόμενα. Η διαμαρτυρία του Ηρακλή Ζαχαριάδη γίνεται πίκρα και δίκαιη αγανάκτηση όταν φτάνει στο θέμα των σχολικών βιβλίων (ελληνικών!) από τα οποία αφαιρέθηκε το κεφάλαιο της γενοκτονίας των Ελλήνων.

Εξάλλου το βιβλίο ολόκληρο μιλά, θα έλεγε κανείς, για το θέμα του ελληνισμού που έχει στην ιστορία του στενάξει από τον επεκτατισμό των Τούρκων. Από την ιχνηλάτιση Κυπρίων στην Σάμο, αλλά και σε άλλα μέρη, ως την μικρασιατική καταστροφή, και τέλος στην προσφυγική εμπειρία του Μυριβήλη, τα κείμενα διατρέχονται από ένα κοινό νήμα που τα ενώνει, το οποίο είναι η αγάπη του συγγραφέα για τον ελληνισμό αλλά και ο πόνος του για την χαμένη του πατρίδα.

Έλενα Παπαθανασοπούλου