Καραβάς « Ανθεμουσία »
Έλεγες ότι κάποτε θα ξαναρθείς, όμως εγώ ακόμα περιμένω
Είναι που άλλαξε το χρώμα της Γραμμής; Είναι το Πράσινο που είναι κουρασμένο;
Ο δρόμος μου δεν άλλαξε από πριν, εδώ θα βγεις κι ας είναι πατημένο
Το χώμα μου είναι, λακκούβες της στιγμής, ισιώνουνε μπροστά στο πεπρωμένο
Κι αν σταματάς με Κόκκινο, εγώ θα επιμένω
Θα είμαι εδώ Γαλάζιο της Ακτής, Καράβι εσύ μακριά ταξιδεμένο
Η Άγκυρα θα πέσει θα το δεις, σαν Άστρο λυπημένο μιας Ευχής
Θα βγει το Όνειρο, πραγματικό, δεμένο
Η Ειρήνη που έχασες, Τουρίστας της Γραμμής
Θα μείνει εδώ, Παιδί αγαπημένο
Μιας Μάνας που έσκαψε με Χέρια καταγής, να χτίζει Γέφυρες Αιώνιας Ζωής
Ημέρας που πια δεν θα προσμένω
Για πάντα! Εδώ!
Μέτωπο φιλημένο!
Ένα λουλούδι...
Ένα λουλούδι δωσ’ μου στη λύπη
την πίκρα να διώξω βαθιά στη λήθη.
Ένα λουλούδι το πιο ωραίο
Απριλομάη, να ‘ναι ανθισμένο.
Ένα λουλούδι απ’ της ψυχής το δάσος
αίμα να στάζει απ’ του νου το λάθος.
Ένα λουλούδι απ’ της καρτερίας τον κήπο
σαν δεν ακούς της καρδιάς τον χτύπο.
Ένα λουλούδι, δωσ’ μου το τελευταίο
στη δροσούλα της αυγής το πιο ωραίο.
Ένα λουλούδι π’ ανασαίνει ακόμα
στου φεγγαριού το ολόφωτο γιόμα.
Γεώργιος Νικ. Τζανόπουλος
Πολεμοχαρής (Ροντέλο)
Δεν είναι ο πόλεμος γιορτή,
όποιος σκοτώνει δε γιορτάζει,
στα χέρια του το αίμα στάζει
κι αν δεν αισθάνεται ντροπή
άνθρωπος θα είναι στη μορφή,
μα στην ψυχή με τέρας μοιάζει.
Δεν είναι ο πόλεμος γιορτή,
όποιος σκοτώνει δε γιορτάζει.
Άνους αυτός που υπηρετεί
το θάνατο και διασκεδάζει,
ο λογικός πάντα τρομάζει
κι έχει τη γνώση για να πει
δεν είναι ο πόλεμος γιορτή.
Αιμίλιος Σαμόλης
ΤΙΤΛΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΥ ΣΤΙΧΟΥ ‘’ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ’’
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
ΚΟΥΠΛΕ 1
Τα χεράκια σου απλώνουν
και σαν φίδια μέ δαγκώνουν
τα χαδάκια σου με πίνουν
στην φωτιά του έρωτα με ρίχνουν
(δις)
ΡΕΦΡΕΝ
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ θα σου βγάλω
στην ζωή σου αν εισβάλλω
απόδράσεις στην καρδιά σου
μου ανήκει η μοναξιά σου (δις)
ΚΟΥΠΛΕ 2
Τα ματάκια σου λαμπυρίζουν
σαν καθρέφτες που δακρύζουν
τα ποτάκια σου με φτιάχνουν
τα ναζάκια σου με ψάχνουν
ΠΕΤΡΟΣ ΒΕΛΟΥΔΑΣ
Το αηδόνι του Καραβά.
Πικράθηκαν οι λεμονιές,το άνθια τους λιβανίζουν'κι όλο κοιτούν τη θάλασσαμ αγρύπνια τη στολίζουν.Κι ένα πουλί,μικρό πουλίαηδόνι λυπημένο 'στης Παναγιάς τα γόναταθρηνεί λησμονημένο.- Καραβάς είν' η πατρίδα μουμικρή, αλυσοδεμένη 'μη λησμονάτε τηνείναι δυστυχισμένη..Αστράφτει η θάλασσα φωτιάκι ο ουρανός αντάρατρέμουν οι γειτονιές σα ροβολάΆη Γιώργης καβαλάρης.Στην εκκλησιά του στέκεται,τη βρίσκει ρημαγμένη ,ρίχνει κοντάρι στο γυαλόρίχνει στα περιβόλιανάρθει γοργά η λευτεριάστου Καραβά τ αλώνια.
Μαρία Καρδαρά
Στο πεζούλι της γειτονιάς
Σ΄ ένα πεζούλι αψηλό
μία γριούλα ξαποσταίνει
και από εκεί παρατηρεί
όλον τον κόσμο που διαβαίνει.
Από το σπίτι στο πεζούλι
πενήντα βήματα βαριά
όσο κρατούν τα πόδια
ανέλπιδη ελπίδα στα στερνά.
Σ΄ αυτή την πρόσκαιρη χαρά
στων γηρατειών την τέρψη
όλα χωρούν μικρά
σαν η ανατολή θα φέξει.
Όλα εθάμπωσαν, σκεβρώσανε
κι αυτή η σπίθα του ματιού
η τελευταία
σβήνει σιγά-σιγά
σαν μισοτέλειωτο κερί
σε μία σχέση με τον χρόνο
πλήρως απευκταία.
Αζαρία Νικολίτσα
Φθηνή Άνοιξη
Φθηνή η Άνοιξη φέτος!
Φθηνά όνειρα, φθηνά τα σ'αγαπώ!
Πίστεψέ με ,δεν το ήθελα έτσι!
Δεν το φαντάστηκα τόσο ηχηρό!!
Η φωνή σου που έτρεμε
το απομεσήμερο....
Ήτανε θέλημα Θεού...
Ήτανε τραγωδία...
Εκείνο το άγγιγμα...
Εκείνο το τελευταίο τρέμουλο,
των δαχτύλων,
που δεν ήταν ικανό να σε κρατήσει!
Ένα σου νεύμα, ένα σου βλέμμα,
κάτι στείλε να κρατήσω,
κάτι να κρατηθώ.
να μην είναι τόσο μαύρη τούτη η Άνοιξη!!
Θέλω να μην ανθίσουν
τα
λουλούδια φέτος.
Να πενθίσουν θέλω!
Δεν γίνεται Άνοιξη χωρίς εσένα!
Δεν γίνεται Καλοκαίρι,
χωρίς το μπλε πέλαγος των ματιών σου!
Χωρίς τα σ'αγαπώ σου!
Είναι φθηνή και άσχημη φέτος η Άνοιξη!!
ΑΘΗΝΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΊΔΟΥ
Δίκορφο κυπαρίσσι
(Κύπρος)
Κυπαρισσάκι φύτρωσε σε μυρωμένο χώμα
κι αψήλωνε σαν εύρωστο κι ωραίο παλικάρι
ελεύθερες τις ρίζες του τις άπλωνε ολούθε
και η κορφή του ήλπιζε να φτάσει στο φεγγάρι.
Μα ήρθε Σάββατο στη γη σαν γέννημα κατάρας
έγινε ξένος ο Θεός και θέριεψε ο ζόφος
οι δαίμονες στρατίσανε στης γης τα μονοπάτια
πατρίδες διχοτόμησαν αυγές στο σεληνόφως.
Το κυπαρίσσι που 'τανε καταμεσής στο ρήγμα
κι ασύνορες τις ρίζες του τις είχε απλωμένες
πλάνταξε που δεν ήξερε πατρίδα να διαλέξει
γιατί 'ταν μάνες και οι δυο κι είχαν τις ίδιες γέννες.
Αδερφομοίρι δίδυμο στην κορυφή γεννάει
και μεγαλώνει δίκορφο στη μέση χωρισμένο,
μα νείρεται να κοιμηθεί για χρόνους και ζαμάνια
και να ξυπνήσει σ' άλλο χτες και ξαναγεννημένο.
Να ζήσει κει που οι κορφές μονόκορφες ψηλώνουν,
έναν Θεό να προσκυνά και να 'χει μια πατρίδα,
οι ρίζες του πατήματα στ' αφύλαχτο το χώμα
και τα κλαδιά μεσούρανα Ειρήνης η γραφίδα.
ζόφος: σκοτάδι, τρόμος Μαρία Βρανά-Παπάλα