ΜΗ
ΚΛΑΙΣ
Μη
κλαις μανούλα μου γλυκιά, στου κήπου τη τριανταφυλλιά,
θα
ρθουν πιο όμορφα πουλιά,
κάτασπρα
θα φυτρώσουν χαμομήλια να σου γιάνουνε τα χείλια
και
γύρω απ’ την αγριελιά χαρούμενα θα
παίζουν τα παιδιά.
Μη
κλαις μανούλα μου γλυκιά, σκοτώθηκα για
λευτεριά,
αστέρια είχα
μέσα στη καρδιά , δεν ήξερα από σπαθιά.
Μη
μου ραγίζεις τη ψυχή ,κόψε μονάχα ένα κλαδί
από μυρτιά και δάφνη και σαν θα ανθίσει η λεμονιά,
φόρεσε
ρούχα γιορτινά και έλα εκεί ψηλά στο
Καραβά
με της ειρήνης τα πουλιά.
Σαν θα μιλήσεις στα παιδιά, να πεις μονάχα αστέρια είχα
στη
καρδιά και στη ψυχή αγάπη, για τη δική τους πάλεψα
τη
λευτεριά, να έχουν πάντοτε ψωμί και στη ζωή ομόνοια,
στα
χέρια τους μη χρειαστεί ποτέ σπαθί να
πιάσουν,
μόνο
μολύβι και χαρτί ειρήνη να υπογράψουν.
Καραβάς
Για δες σχήμα που επήρε η καρδιά ετούτη τη βραδιά.
Πήρε τα ονείρατα υφαίνοντας καραβυφή.
Βάρκα αχειροποίητη, στου Καραβά την Παναγιά
και με τ’ άγια Μάνδηλα, μηνύει την επιστροφή.
Ύψη διασχίζει, τ’ άγια Καραβά τα μέρη ζει.
Στης Ιεράς Μονής τη βρύση βάπτισμα ιερουργεί,
στ’ άσπρα ντύνεται με χάρη, μα το χρώμα αναζητεί.
Χρώμα αγάπης το βουτά, στο κίτρινο το λεμονί.
Κι έτσι πλέει πια, πορτοκαλένδυτο, σ’ αφρούς φυτών,
στα περβόλια με καρπούς συμπλέει π’ όλο μοσχοζούν.
Ώσπου άνεμος το ξεπετά στων Κεφαλοβρυσών,
σ’ όρη υδατόφερτα που όλα πάντα ξεδιψούν.
Μα του Καραβά, αχόρταγη η ψυχή απ’ τα παλιά,
Αξημέρωτα αγρυπνεί, σ’ ακούραστη αναμονή.
Φως εστί η ψυχή, ξυπνά νυκτός πιστά πουλιά,
μύρα Ευαγγελισμού σκορπάει και χαρμοφωνεί.
Κει, στου Ευαγγελισμού τον οίκο βλέπει την ταφή,
την ταφή, που δε σηκών’ η γη κι ανάσταση ζητεί.
Η Αγιά Ειρήνη μεσιτεύει κι ούτως ψηλαφεί
του Καραβοκάραβου η ψυχή, αιώνια βιωτή.
Κι έτσι ιδεατά, του Καραβά η καρδιά αναψυχεί.
Σπρώχνει, σπρώχνει τ’ όνειρο, που τίκτει το καινό παρόν.
Γέννηση οδυνηρή, με γέρας την επιστροφή.
Ρίζες, κλάδοι συγγενών, ν’ αδράξουν τον γλυκύν καρπόν…
Όμορφε μου Καραβά
Ο Καραβάς η πόλη μου Τζιαι η γη του
η ζωή μου
Πότε 'να πάω έσω μου να πνάσει η ψυσίη μου;
Πάνω στον Τζέφαλόβρυσο να κάτσω τζιαι να πνάσω
των ανθισμένων λεμονιών, την μυρωδκιά να πιάσω.
Να ξανά δω τον τόπο μου να μπω
να περπατήσω,
το χώμα που μεγάλωσα
να το γλυκοφιλήσω.
Στης Παναγίας την Μόνη
της Αχειροποιήτου
να μπω μέσα γονατιστός
τζιαι να βρω όπως, ήτου.
Μες την δική σου θάλασσα
να μπω να κολυμπήσω
Τζιαι μόνο έτσι, τες πληγές
για σένα εννά σβήσω .
Να βυθιστώ στα κάλλη σου
να πιώ που τες πηγές σου. ΡΕΦΡΕΝ
έτσι να ξαναγεννηθώ μέσα στις αγκαλιές σου.
Να πάω στα ξωκλήσια σου
να μπω να προσκυνήσω
να κλάψω σαν μωρό μιτσί
το τάμα μου να αφήσω.
Βουνό, τζιαι θάλασσα μαζί
επάντρεψε το σύμπαν,
το εβδομήντα τέσσερα
μιάλα κακά μας ήβραν.
Κάμε θεέ το θαύμα σου
για να λευτερωθούμε
ούλλοι όπως είμαστε πριν, ξανά, για να γίνουμε.
Ελένη Τυριμου
Αχ Καραβά μου όμορφε
Καράβι η μνήμη γίνεται
τζαι φέρνει με κοντά σου
Χρόνια τζαι αν επεράσασιν
Εν κάμνω εγώ μακριά σου
Αχ Καραβά μου όμορφε
Πόσο πολλά μου λείπεις
Τζαι εν η ζωή μου άχαρη
Συνώνυμο της λύπης
Μες τα στενά δρομούθκια σου
Θέλω να περπατήσω
Τα χώματα σου τα άγια
Να σσύψω να φιλήσω
Αχ Καραβά μου όμορφε
Πόσο πολλά μου λείπεις
Τζαι εν η ζωή μου άχαρη
Συνώνυμο της λύπης
Οι λεμονιές ανθίζουσιν
Τον Μάρτη κάθε χρόνο
Μα εμένα η καρδούλα μου
Παλέφκει με τον πόνο
Αχ Καραβά μου όμορφε
Πόσο πολλά μου λείπεις
Τζαι εν η ζωή μου άχαρη
Συνώνυμο της λύπης
Ιωάννα Πιτσιλλή
ΚΑΡΑΒΑΣ ΑΝΟΙΞΗ 2023
Στον Καραβά τα στρέμματα, με λεμονιές γεμάτα,
άνθιζαν και μυρίζανε μέχρι το Κάβο Γάτα.
Οι κοπελιές στολίζανε με άνθη τα μαλλιά τους,
και παλληκάρια πέφτανε, από την μυρωδιά τους.
Ελιές, χαρούπια, λεμονιές οι κάμποι φορτωμένοι,
και από τον κεφαλόβρυσο, η γη του ποτισμένη.
Εις την Ευαγγελίστρια και την Αγιά Ειρήνη,
όλοι τους προσευχόντουσαν, κακό ποτέ μη γίνει.
Είσαι παιδί της Λάμπουσας, παραχαϊδευμένο,
ανάμεσα σε θάλασσα και το βουνό κτισμένο.
Για το λεμόνι γίνονταν, γιορτές, χοροί και γλέντια,
μικροί, μεγάλοι χόρευαν, καμμιά δεν είχαν έννοια.
Κανείς ποτέ δεν σκέφτηκε, πως θα ‘ρθει μαύρη μέρα,
να χωριστούν και να χαθούν, παιδιά απ΄ την μητέρα.
Τις προσευχές τους στέλνανε, στους δύο τους προστάτες,
μα φύγαν και τους άφησαν και πήρανε τις στράτες.
Πρωί πρωί κατέφθασαν οι Τούρκοι με τα πλοία,
δεν σεβαστήκανε παιδιά, μάνες, μη Παναγία.
Η αρβύλα του κατακτητή, τον Καραβά πατάει,
μισός αιώνας πέρασε, μα η σκέψη εκεί με πάει.
Χωριό μου που μεγάλωσα, όμορφε Καραβά μου,
εκεί για πάντα έμειναν, οι σκέψεις κι η καρδιά μου!!
ΕΥΓΕΝΙΑ ΣΤΑΥΡΟΥ