30 Ιουν 2018

Tα βραβευθέντα ποιήματα που αθλοθετήθηκαν από το Ίδρυμα "Οι φίλοι του Μουσείου Γ.Δροσίνη" στον 8ο Παγκόσμιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του Ε.Π.Ο.Κ.

                                                               

ΘΕΜΑ: «EΘΝΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΕΠΟΥΣ-ΕΥΑΓΟΡΑΣ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΔΗΣ»

Α’ ΒΡΑΒΕΙΟ  ΣΤΗ  ΣΩΤΗΡΟΥΛΑ  ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ  (ΘΕΣ/ΝΙΚΗ)

«ΤΟ ΑΪΔΙΟΝ ΛΥΚΑΥΓΕΣ»
Γραμμένο για τον Ευαγόρα Παλληκαρίδη, το άστρο του οποίου θα καταυγάζει ες αεί το πανελλήνιο στερέωμα

Εκείνη τη νύχτα δεν έσβησες
Πλάνη απατηλή της Αλβιώνος ο βρυχηθμός
Αηδονολάλητη αλήθεια!
Κελάηδαγε το πουλί καθώς κραύγαζαν πως έπεφτες
Ενώ στο στερέωμα ανέτελλες
-Ο νέος ελληνικός Αυγερινός!-
Στη νήσο των αηδονιών και των θαυμάτων
Μια θεά σε άδραξε
Κόρη αστρομάτα, ντυμένη νύφη
Λευκά πέπλα, διάφανα, σχεδόν γαλάζια
Και στους χρυσούς βοστρύχους πλεγμένο γιασεμί!
Εσύ την είδες; Σίγουρα την είδες
Διότι μεθυσμένος τραγούδαγες
Έπη αστερόεντα!
Στα μάτια σου στραφτάλιζε το νησί
Και στο στέρνο μια φλόγα χρυσοκόκκινη
Θεριεμένη από το νάμα σου – μην ήταν ήλιος; -
Το όνομα της θεάς έψαλλες ως ερωτευμένος – ή μύστης –
Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ Ι Α
Όνομα ιερό, ηδονικό, αγαπημένο
Κι εκείνη σε άρπαξε –εν Αυλίδι .

Ψυχή μου αλαφροϊσκιωτη, ζήλεψες;
«Φως! Πού είναι το φως; Στο ημίφως πενθώ!»
«Φως! Τη θεά ποθώ! Του ανέσπερου φωτός!»
Μέρεψε.
Αθάνατη είναι και θα  ‘ρθει
Φεγγοβόλος κι ερεβοκτόνος
Το όρος με τις πέντε κορφές δρασκελώντας
Σαν τ’ όνομά της γητεμένη συλλαβίσεις.
Μου το καταύγασε χαράματα ο Αυγερινός.



Β’  ΒΡΑΒΕΙΟ  ΣΤΗ  ΓΙΩΤΑ  ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ - ΧΑΤΖΗΚΩΣΤΑ  (ΛΕΜΕΣΟΣ)

«ΤΑ ΧΡΥΣΑ ΠΟΥΛΙΑ»
Στον Ευαγόρα Παλληκαρίδη
(Φίλος του Παλληκαρίδη διηγήθηκε ότι μετά τον θάνατο τού ήρωα, οι συναγωνιστές του φύλαξαν τα ποιήματά του μέσα σε γυάλες βαθιά στη γη, στο λημέρι τους, μέχρι το τέλος του Αγώνα)

Το στήθος του ήταν γεμάτο αηδόνια,
τις νύχτες δεν τον άφηναν να κοιμηθεί.
Έτσι τα έβγαζε από μέσα του, να πεταρίσουν στο χαρτί,
να κελαηδήσουν την ομορφιά, τον έρωτα
και την Ελλάδα, μακρινή αγαπημένη...
Πάντως το πρόβλεψε πως δεν θ’ αντίκριζε
με τα σωματικά του μάτια τη μέρα της γιορτής.
Και πρόσταξε τους φίλους
να φυλάξουν τα χρυσά πουλιά ανέγγιχτα
από αγέρι μολυσμένο με χνώτα του κατακτητή.
Κι αυτός, κύκνος πανέμορφος,
ακούμπησε απαλά τον μίσχο του λαιμού του
σ’ αγχόνης το σχοινί,
αφήνοντας άναυδη την ποίηση
να αιωρείται στο άδειο της καταπακτής.
Κι οι σύντροφοι, χατίρι δεν του χάλασαν.
Κλείσαν τα ιερά πουλιά, τα ορφανά
σε γυάλινα κουτιά – ήτανε δύσκολοι οι καιροί –
και τα εμπιστεύτηκαν βαθιά, στην εχεμύθεια της γης.
Έγκλειστα εκείνα αηδονούσαν τρία  χρόνια
κι ανθίζανε τα μαύρα σωθικά της,
κρίνα και ματσικόριδα ευώδιζε ο Άδης.
Και όταν ήρθε η μέρα που γιόρταζαν τα σήμαντρα
κι οι πεύκοι ανασηκώναν τις κεραυνωμένες κορυφές τους,
τα έβγαλαν επάνω – βρεγμένα ακόμα, μουδιασμένα
τριγύριζαν για λίγο στις νεροσυρμές
κι ύστερα χίμηξαν ελεύθερα παντού,
ραίνοντας το νησί με τις εξαίσιες τρίλιες τους,
την ψυχή του Ευαγόρα...
.

Γ’  ΒΡΑΒΕΙΟ  ΣΤΗΝ  ΚΑΛΛΙΟΠΗ  ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ  (ΑΘΗΝΑ)

«ΕΓΩ  Ο  ΒΑΓΟΡΑΣ»                      

Κάθε του Μάρτη δεκατρείς, πηχτός καιρός,
σαν από μαύρα όρη, διαβαίνει τ’  αδάμαστο νησί μου.
Κάθε που ζυγώνει οχτρός στην πυρωμένη γη του,
πετώ πάνω απ’ τη στέγη της φαμίλιας μου,
σιμά στα λημέρια της Πάφου.
Γροικώ στ’ αχνούδιαστο κορμί μου
τη θηλιά που φρουμάζει στης κρεμάλας το στόμα,
αγρίμι και σπαρταρά στον ιστό της ξένης σημαίας
το λόγχινο φράγμα της νιότης μου.
Αγναντεύω τη βροχή στο βουβό πατρικό
να ραγίζει της κατοχής την πέτρα,
τον αγέρα να ξεριζώνει τα μαλλιά του πατέρα,
απ’ οδύνη να συσπάται του σχολειού μου το πρόσωπο.
Είμαι ο Βαγόρας από της Τσάδας το μετερίζι,
ξύπνα μάνα μου να δρέψεις
τις δάφνες της πληγής μου.
Λίγο μπαρούτι σου φέρνω απ’ το μνήμα,
μόσκο στο στέρνο κι αντίδωρο
από της λευτεριάς την αήττητη λάβα.
Μαύρο τσεμπέρι κυματίζει
μπρος «στα φυλακισμένα μνήματα»,
κλαγγή στου δήμιου τ' αμείλικτο βλέμμα.
Ακούω φωνή να ματώνει, να κράζει το γιο της.
Ρωτά το Διγενή, τον Αυγουστή, του Μαχαιρά το Γρηγόρη.
Αγκαλιάζω και σφίγγω το χέρι της μάνας
σαν σημαδεύει αριστερά στο στέρνο της.
Δίχως το ξόδι μου πάψε το θρήνο και στάσου αγώνας,
τον αγώνα εσύ μου τον κληροδότησες μάνα, της γνέφω.
Κατεβάζει το πέτρινο χέρι κι αγκαλιάζει
της Ρωμιοσύνης το άμοιρο σπιτικό της.