Κωνσταντίνος Χριστοδούλου(Αλακκιντήρης) – Κύπριος
Ο μεγαλύτερος παραχαράκτης αρχαίων νομισμάτων
Ο μεγαλύτερος παραχαράκτης αρχαίων νομισμάτων
Γράφει ο Δρ Ηρακλής Ζαχαριάδης
Ιστορικός ερευνητής – Πρόεδρος ΕΠΟΚ
Μέλος του Φιλολογικού Συλλόγου «ΠΑΡΝΑΣΟΣ»
Στο μικρό χωριό της Δερύνειας γεννήθηκε ο μεγαλύτερος παραχαράκτης που μεγαλούργησε
στην Αθήνα. Μετά την κατοχή έζησε και τον έμαθε όλος ο κόσμος, τόσο στην Αθήνα όσο και στο Λονδίνο. Ήταν ο
άφθαστος και ικανότερος κιβδηλοποιός της εποχής
εκείνης. Ήταν ο πρώτος μεταξύ των πρώτων αντιγραφέας που κατόρθωσε να
ξεγελάσει ακόμη κι αυτόν τον καθηγητή της νομισματοκοπίας, αλλά και τον άνθρωπο
που τον αναφέρουν ακόμη και σήμερα στις παγκόσμιες σχετικές επιστημονικές
εκδόσεις.
Περισσότερο μέσα στον στενό οικογενειακό κύκλο του
και λιγότερο στην ευρύτερη κοινωνία του χωριού του, ο Χριστοδούλου ήταν γνωστός
με το παρατσούκλι «Αλακκιντήρης», άγνωστο από πού και πώς του το έδωσαν.
Κωνσταντίνος Χριστοδούλου. Ασήμαντος, ή καλύτερα λιγότερο γνωστός από όσο θα
έπρεπε, λοιπόν ο Αλακκιντήρης για τους Δερυνειώτες, ήταν διαβόητος κιβδηλοποιός
και επιτήδειος χαρτοπαίχτης που έκανε διάφορα κόλπα και εξαπατούσε τους συμπαίχτες του. Τα κόλπα του τα
χρησιμοποιούσε και εκτός χαρτοπαιξίας. Για όλα αυτά τα κόλπα έγινε διάσημος
στην Ελλάδα. Για τον Κύπριο ερευνητή Βίκτωρα Καραγιάννη διαβόητος κιβδηλοποιός
και συνάμα περιβόητος «Κωστόδουλος» για τους Αθηναίους.
Ας επανέλθουμε
στο χωριό του στην Δερύνεια όπου το όνομά του ήταν «Κωνσταντής
Χατζηττοουλή» «Αλακκιντήρης». Ο Χριστοδούλου όπως θα τον αποκαλούμε είχε τρία
αδέλφια τον Γιωργή, την Ιουλιανή και τον Νικόλα. Στο χωριό του την Δερύνεια το
οποίο είναι δίπλα από την ωραιοτάτη και ωραιόθρονη την βασιλεύουσαν όπως την
αποκαλούμε σήμερα την Αμμόχωστο.
ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΕ ΤΙΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΖΑΒΟΛΙΕΣ
Στο χωριό Δερύνεια εκεί όπου γεννήθηκε ο
Χριστοδούλου μια και ήταν η γενέθλια πόλις του, ο Χριστοδούλου έμεινε στη μνήμη
των συγχωριανών του ως το παιδί με τις περισσότερες ζαβολιές της παιδικής του
ηλικίας. Εθεωρείτο ότι ήταν ένας τύπος πονηρός
που του άρεσε να ασχολείται και με την κατασκευή αρχαίων ομοιωμάτων ειδικά αμφορέων και άλλων πήλινων αντικειμένων.
Ο πονηρός Χριστοδούλου αφού έφτιαχνε τα
ομοιώματα τα έθαβε στο χώμα και ζητούσε από τα παιδιά της γειτονιάς του να
ουρούν από πάνω τους. Γιατί τα ούρα περιέχουν Να, Κα, Kl. Αυτή η διαδικασία
διαρκούσε αρκετό χρόνο μέχρι την «παλαίωση» των αντικειμένων. Εν συνεχεία ο
Χριστοδούλου ή Αλλακκιντήρης τα ξέθαβε και αφού τα περιποιόταν, τα πωλούσε ως
αρχαία σε ανυποψίαστους και αφελείς
τουρίστες. Αυτές ήταν μερικές από τις ζαβολιές του στο χωριό αλλά περισσότερο στην Αθήνα που στο μέλλον
μάλλον τον βοήθησαν στην μετέπειτα δράση του. (από την έρευνα του Βίκτωρα
Καραγιάννη). Αυτό με τα αγάλματα πάνω στα οποία ουρούσε, είχε γίνει στην Αθήνα,
σύμφωνα με πληροφορίες που είχε δώσει ο λαϊκός ποιητής Κώστας Κατσαντώνης, στον
γιο του Αδάμο.
Όπως αναφέρει ο μακρινός του συγγενής, Αδάμος
Κατσαντώνης, στο βιβλίο του «ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΔΑΜΟΥ ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ-Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
1884-1968» για τον Χριστοδούλου, αυτός είχε μία αδελφή την Ιουλιανή. Η αδελφή
του είχε ένα τραγικό περιστατικό, πιθανόν το 1885 όπως μας το περιγράφει ο
Κατσαντώνης όπου ένας φοροεισπράκτορας των Άγγλων ή όπως ονομαζόταν κορτσιής ή
μουτούρης, πήγε στο σιτοβολώνα του Αδάμου Χ΄΄Αντρέου Κοτσινόφτα για να μετρήσει
την παραγωγή όπως συνήθιζαν και να αποφασίσει πόσο σιτάρι θα έπρεπε να κρατήσει
ως φόρο προς το κράτος, (η γνωστή
δεκάτη). Εκεί λογομάχησαν και αμέσως ο φοροεισπράκτορας μαχαίρωσε και σκότωσε
τον Αδάμο τον άντρα της Ιουλιανής.
Η Ιουλιανή μόλις είδε το περιστατικό και χωρίς να
χάσει χρόνο άρπαξε από το πόδι τον έφιππο φοροεισπράκτορα και τον έριξε κάτω
από το άλογο. Εν συνεχεία κατάφερε να τον αφοπλίσει και να τον σκοτώσει με το
ίδιο του το μαχαίρι. Η Ιουλιανή καταδικάστηκε
σε θάνατο και την κρέμασαν σε δημόσια θέα, σε μια αψίδα, εντός των τειχών της
παλιάς πόλης της Αμμοχώστου. Δυστυχώς, τα παιδιά τους έμειναν ορφανά. Η Ιουλιανή, προτού συλληφθεί, και έχοντας
επίγνωση του τι την περίμενε, φρόντισε και διασκόρπισε τα παιδιά της. Ο Αντώνης Αδάμου Κατσαντώνης (Πατριάρχης) έμεινε
στην Δερύνεια και την φροντίδα του την ανέλαβε ο αδελφός της Ιουλίας ο
Χ΄΄Γιώρκης, ενώ ο Κυριάκος, Αδάμου Κατσαντώνης πήγε στην Αθήνα, κοντά στον
Αλακκιντήρη (Κωνσταντίνο Χριστοδούλου).
ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΓΑΜΠΡΟΥ
ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΔΕΛΦΗΣ ΤΟΥ
Πράγματι, η διαδρομή
του Χριστοδούλου ήταν να φύγει από το χωριό του την Δερύνεια και στη συνέχεια
έφυγε για το Βαρώσι (Αμμόχωστο) αλλά όπως ήταν ανήσυχος γρήγορα πέταξε τα φτερά
του για την Αθήνα παίρνοντας και το ένα παιδί της αδελφής του τον Κυριάκο.
(Κατ΄ άλλους, ο Κυριάκος πήγε κοντά του αργότερα, λίγο προτού απαγχονιστεί η
μητέρα του). Φθάνοντας στην Αθήνα
εξευγένησε το όνομά του από Αλακκιντήρης σε Κωνσταντίνο Χριστοδούλου. Αμέσως έψαξε για δουλειά και άρχισε να
εργάζεται σε ένα παλαιοπωλείο στην Αθήνα. Σημειώστε ότι ο Αλακκιντήρης ήταν αδελφός του πατέρα του Αντώνη Αδάμου Κατσαντώνη
(του Πατριάρχη).
Καθηγητής Σβορώνος
Ασχολούμενος στο παλαιοπωλείο γνώρισε με λεπτομέρεια
τα αρχαία νομίσματα της Ελλάδας πράγμα που του χρησίμευε για την πιστή
αντιγραφή τους. Όπως αναφέρει ο Καραγιάννης, ο καθηγητής Ιωάννης Σβορώνος που
τη εποχή εκείνη ήταν διευθυντής του Εθνικού Μουσείου Νομισματοσκοπείας στο
σύγγραμμά του «fournalinternational de Archeologie Numismatique» αναφέρει πως ο Κωνσταντίνος
Χριστοδούλου τον επισκέφθηκε κάποια στιγμή το 1900 με σκοπό να του δώσει κάποια
αρχαία νομίσματα ως δωρεά προς το μουσείο όπως του είπε. Εκεί ο Κωνσταντίνος με
μαεστρία τον ξεγέλασε και απέσπασε κάποια άλλα αρχαία νομίσματα, από την
συλλογή του μουσείου. Ανοίγοντας μια παρένθεση αναφέρω ότι ο Σβορώνος γεννήθηκε
στη Μύκονο το 1863. Το 1849 έγινε Διευθυντής του Νομισματικού Μουσείου και το
1918 εκλέχθηκε καθηγητής Νομισματικής μετεωρολογίας και φρασεολογίας στο
Πανεπιστήμιο της Αθήνας, θέση που διατήρησε έως το 1920. Πέθανε στην Αθήνα στις
7/7/22.
Μετά από αυτή τη μικρή παρένθεση επανέρχομαι στον Χριστοδούλου. Σε μια άλλη
αναφορά του Σβορώνου ο καθηγητής περιγράφει την ποιότητα των κίβδηλων νομισμάτων του Χριστοδούλου και
αναφέρει ότι ήταν με λεπτομέρεια κατασκευασμένα
έτσι που και οι χημικοί της εποχής δυσκολεύονταν να διαπιστώσουν την
γνησιότητά τους. Όσον αφορά το βάρος τους ήταν με ακρίβεια ίδιο με τα
πραγματικά νομίσματα.
Σύμφωνα με τον ίδιον το καθηγητή ο Χριστοδούλου
κατασκεύασε πέραν των 500 τέτοιων νομισμάτων τα οποία αναμίγνυε με γνήσια και
τα πωλούσε αφού με ταχυδακτυλουργία ξεγελούσε τους πελάτες του.
Ο Κατσαντώνης είχε ένα αδελφό που έμενε στη Αθήνα,
και ονομαζόταν Κυριάκος Αδάμου. Ο
ομοχώριος του ποιητή Χριστοφής Γιαννή, επρόκειτο να ταξιδέψει στην Αμερική μέσω
Αθηνών, και ρώτησε τον Κατσαντώνη αν ήθελε να στείλει κάποιο μήνυμα στον αδελφό
του. Το μήνυμα ήταν έμμετρο (Ιδε
βιβλιογραφία (23)):
Άμα ΄ν να πας εις το καλόν,
πε τζιαι στον Κυριάκον,
πως μέραν νύχταν πολεμώ, με
λυσshασμένον δράκον,
τζ΄ αν σε ρωτήσει να του
πεις, ποιος εν ο δράκος τούτος,
πε του εν της φτώshας τα
κακά,
που πα΄ στην γην εν τα νικά,
άλλος, εχτός ο πλούτος.
Διά να ενημερωθεί ο
αναγνώστης για την όλην οικογενειακή κατάσταση αναφέρουμε ότι ο Κυριάκος Αδάμου
Κατσαντώνης ήτο παιδί της Ιουλιανής και αδελφός του Αντώνη Αδάμου Κατσαντώνη
(του Πατριάρχη).
Εξ αυτών των δύο ο Κυριάκος
έφυγε για την Αθήνα με τον θείο τον Αλακκιντήρη δηλαδή τον Χριστοδούλου
Κωνσταντίνο, ενώ ο Αντώνης παρέμεινε στη Δερύνεια υπό την προστασία του Χ”Γιώρκη
Χ”Τοούλη (Πιττακός).
Ας αναφερθούμε και στην
οικογενειακή κατάσταση του Αλακιντήρη ή Κωνσταντίνος Χριστοδούλου ο οποίος είχε
γονείς την Χ” Τοούλη Χ” Γιώρκη και μητέρα του την Χριστίνου (Χ”Τοούλη) Κάγκα.
Από αυτούς γεννήθηκαν:
1) Ο Χριστοδούλου Κων/νος
(Αλλακιντήρης)
2) Ο Χ”Γιώρκης Χ”Τοουλής(Πιττακός)
3) Η Ιουλιανή Αδάμου Χ”Τοούλης
4) Ο Νικόλας Χ”Τοούλης
–ναυτικός το επάγγελμα ο οποίος χάθηκε.
Προσέξτε αυτός ο Χ” Γιώρκης
Χ” Τοούλης (Πιττακός) οι συγχωριανοί του οι Δερυνειώτες τον παρομοίαζαν με τον
Ηρακλή με το ρόπαλο γιατί είχε και αυτός ένα γερό ξύλο και ο οποίος έπαιρνε τα
νομίσματα και τα στράβωνε με τα δάκτυλά του. Ήταν ένα παλληκάρι που του έλεγε η
ψυχή του. Εύκολα εμπλεκόταν σε καυγάδες και πάντα έβγαινε νικητής. Επανέρχομαι
μετά από αυτή τη παρένθεση και αναφέρω ότι αυτό το παλληκάρι μεγάλωνε τον
Αντώνη Κατσαντώνη όταν σκότωσαν την αδελφή του
την Ιουλιανή Αδάμου Χ” Tooυλή μάνα του Αντώνη.
ΤΙ ΕΚΑΝΕ ΟΤΑΝ ΚΕΡΔΙΖΕ ΜΕΓΑΛΑ ΠΟΣΑ;
Για τα κόλπα του ο Αλακκιντήρης έγινε διάσημος. Ας
δούμε τι άλλο κόλπο χρησιμοποιούσε όπως ο ζωντανός απόγονός του Αδάμος
Κώστα Κατσαντώνης μας εξιστορεί:. Όταν κέρδιζε μεγάλα ποσά στο
χαρτοπαίγνιο, δεν τον άφηναν να φύγει, αλλά εκείνος άφηνε πάνω στο τραπέζι το
μπαστούνι, το καπέλο και ένα σεβαστό ποσό χρημάτων, και έλεγε ότι θα πάει στην
τουαλέτα από την οποία δεν επέστρεφε ποτέ. Αυτός εξαφανιζόταν για αρκετό καιρό
και πάλι επέστρεφε. Αυτό είχε γίνει
πολλές φορές. Σε μια από τις επιστροφές
του από το εξωτερικό, οι εφημερίδες είχαν γράψει: «Προσοχή, ο Χριστοδούλου επέστρεψε από το
εξωτερικό».
Μια φορά ο Δ/ντής του Αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών
είχε καλέσει στο γραφείο του τον Αλακκιντήρη (Κωνσταντίνο Χριστοδούλου) για να
ακούσει την γνώμη του σχετικά με ένα αρχαίο νόμισμα. Ο Αλακκιντήρης αφού το περιεργάστηκε
για λίγο, πρότεινε ξαφνικά στο Διευθυντή να το πάρει στο εργαστήριό του για να
το εξετάσει. Όντως ο Δ/ντής του το έδωσε
και σε 2-3 ημέρες ο Αλακκιντήρης το επέστρεψε λέγοντάς του ότι ήταν αντίγραφο,
απομίμηση και ότι δεν έχει καμία αξία. Το νόμισμα ο Αλακκιντήρης που επέστρεψε
ήταν πράγματι αντίγραφο, που όμως το είχε κατασκευάσει εκείνος κρατώντας το
αυθεντικό. Ο Δ/ντής απογοητεύτηκε, όμως την επόμενη προς έκπληξή του, τον
επισκέφτηκε και πάλι ο Αλακκιντήρης και του είπε: «Πάρε το νόμισμα που μου
έδωσες, το οποίο είναι και το αυθεντικό και δώσε μου πίσω το αντίγραφο που έχω
φτιάξει εγώ.» Αυτό το έκανε για να ιδεί αν μπορούσε να ξεγελάσει ακόμη και ένα
έμπορο αρχαιολόγο όπως ήταν ο Διευθυντής του Μουσείου.
Στην Αθήνα εν τω μεταξύ υπάρχει ακόμα ένας
αρχαιολόγος από την οικογένεια Κατσαντώνη και μιλούμε για τον Πρόεδρο των
Αρχαιολόγων της Ελλάδος ο οποίος ήταν ο Κυριάκος Αδάμ. (Αδελφός του Αντώνη
Αδάμου Κατσαντώνη, γιος της Ιουλιανής και ανηψιός του Αλλακιντήρη ή Κων/νου
Χριστοδούλου).
Όσον αφορά την εργασία του όντως εργαζόταν σε ένα
παλαιοπωλείο στην Αθήνα. Από δικές μου πληροφορίες ο Χριστοδούλου γνώρισε και
είχαν γίνει φίλοι με ένα πολύ καλό του φίλο και συμπατριώτη του παλαιοπώλη
κυπριακής καταγωγής από τους γονείς του, οι οποίοι και οι δύο ήσαν Κύπριοι και
ξενιτεύτηκαν στα Σώκια της Μικράς Ασίας και εκεί έκαναν τον Ευθύφρωνα Ηλιάδη ο
οποίος σπούδασε στη Γαλλία και στο τέλος έφθασε στην Αθήνα όπου άνοιξε μεγάλο
παλαιοπωλείο και τέλος ήταν και Πρόεδρος των Παλαιοπωλών… Για τον Ηλιάδη αυτόν
θα μιλήσουμε εκτενέστερα και συγκεκριμένα για την ζωή του σε άλλο σημείωμά μας.
Ο Αλλακιντήρης
Ο Κύπριος πλαστογράφος που ξεγέλασε την
Ευρώπη
Δεινός κιβδηλοποιός και πλαστοποιός αρχαίων
νομισμάτων (φ.1) (από την σελίδα φ. 40-42 όλα) υπήρξεν ο Κύπριος Κων/νος
Χριστοδούλου. Ο Χριστοδούλου όπως όλοι τον αποκαλούν είναι ένας «άγνωστος γνωστός»
ιδιοφυής πλαστογράφος[1]. Τα
κίνητρα για την κατασκευή πλαστών και κίβδηλων έργων είναι ποικίλα και πολλές φορές συνυπάρχουν στην ίδια
περίπτωση περισσότερο από ένα λόγους. Βέβαια το πιο συνηθισμένο κίνητρο είναι η
προσδοκία οικονομικού οφέλους για παράδειγμα ήταν τα κίνητρα δράσης του Κων/νου
Χριστοδούλου δεινού κιβδηλοποιού και πλαστοποιού παραχαράκτης αρχαίων
νομισμάτων. Έδρασε έως και την απελευθέρωση από Γερμανικό ζυγό.
Η μοναδική
φωτογραφία του Αλακκιντήρη. Κοσμούσε για πολλά χρόνια τον τοίχο του χωλ,
απέναντι από την είσοδο του σπιτιού του λαϊκού ποιητή Κώστα Κατσαντώνη, στην
λεωφόρο Αμμοχώστου 61 στη Δερύνεια. Γύρω στο 1984 η φωτογραφία, μπήκε σε κασόνι
μαζί με άλλες φωτογραφίες, σφραγίστηκε και αποθηκεύτηκε στο «σπιτούιν», μια
μικρή αποθήκη στην αυλή του σπιτιού του Κώστα Κατσαντώνη. Όταν ο Αδάμος Κατσαντώνης συνέγραφε το βιβλίο
του «Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΠΟΙΗΤΗΣ 1884-2014»
«αναζήτησε την φωτογραφία, αλλά λόγω έλλειψης χρόνου δεν την βρήκε.
Αργότερα με την συγγραφή του παρόντος βιβλίου, ο Αδάμος παρακάλεσε τον αδελφό
του Λευτέρη Κατσαντώνη, ο οποίος ζει στο πατρικό τους σπίτι, να ανοίξει την
αποθήκη και να την βρει. Ο Λευτέρης, παρόλα τα προβλήματα υγείας ανταποκρίθηκε,
έψαξε βρήκε την φωτογραφία, και σαν επαγγελματίας φωτογράφος που είναι, (Katsantonis Photo-Studio) την έφτιαξε, αφού είχε υποστεί πολλές φθορές. Την φωτογραφία μας
έστειλε ο Αδάμος Κατσαντώνης μετά από παράκληση δική μου και είναι η πρώτη φορά
που δημοσιεύεται.
Λιγότερο συχνά διαπιστώνονται και άλλα κίνητρα όχι κατά ανάγκη υλικόν
χαρακτηριστικό, παράδειγμα του Ολλανδού ζωγράφου Χανναν Meegeren (1889-1947) ο
οποίος μεταξύ των ετών 1932-1943 έφτιαξε δέκα πλαστούς πίνακες του Bermeer (Varmeer) του μεγάλου
Φιλανδού ζωγράφου του 17ου αιώνα. Υποστηρίχθηκε ότι μεταξύ των άλλων
κινήτρων που τον ώθησαν στην κατασκευή των πλαστών πινάκων ήταν και ο διακαής
πόθος του να εξαπατήσει και να γελοιοποιήσει κριτικούς της τέχνης που
περιφρονούσαν την δική του τέχνη ή δουλειά[2].
Όσον αφορά τον Χριστοδούλου είναι πολύ
χαρακτηριστικά τα όσα γράφτηκαν για τον μεγάλο και άφθαστο κιβδηλοποιό «δες
Έλληνες δεν πρέπει… να ντρεπόμαστε για τον παραχαράκτη συμπατριώτη μας, αλλά
αντίθετα να τιμούμε τον μεγάλο Έλληνα καλλιτέχνη χαράκτη, την ιδιοφυία του που
«φόρεσε τα γυαλιά» στους μεγάλους επιστήμονες όλου του κόσμου[3] .
Πιστεύω και είναι προφανές ότι η κατασκευή πρωτίστως πλαστών και δευτερευόντως
κιβδήλων αρχαιοτήτων αποτελεί απάτη εις βάρος της ιστορικής αλήθειας, μερικές φορές
με συνέπειες πολύ πιο σοβαρές από την έκδοση ενός πλαστού τιμολογίου ή τη
σύνταξη μιας εξωτικής διαθήκης. Αυτό ισχυρίζεται και στο βιβλίο του ο καθηγητής
Μιχάλης Τιβέριος[4]
Όπως ανέφερα προηγούμενα μεταξύ των ετών 1918-1922
διευθυντής στο νομισματοκοπείο τοποθετήθηκε ο καθηγητής της Νομισματοσκοπίας ο
κος Σβορώνος. Επομένως αυτό αποδεικνύει ότι ο Χριστοδούλου το 1922 ζει και
βασιλεύει στην Αθήνα. Ο Π. Ταζεδάκης σε ένα άρθρο του στα «Νομισματικά Χρονικά»
ισχυρίζεται πως ο Χριστοδούλου πρέπει να συνέχισε την δράση του μέχρι το 1944
και πιθανόν να πέθανε στα μέσα του 50, κάτι που συμφωνώ και εγώ και είναι
σύμφωνος και ο Πρόεδρος των Αρχαιοπωλών και Εμπόρων Τέχνης συμπατριώτης του
Ευθύφρων Ηλιάδης. Οι απόγονοι του, δεν
έχουν πληροφορίες για το έτος θανάτου του.
Ήμαστε λοιπόν στα δύσκολα οικονομικά χρόνια του
1918-1922. Ήταν την εποχή που ο Ευθύφρων Ηλιάδης αφού έζησε τις λεηλασίες των
Τούρκων αργότερα με δέος είδε το πρώτο ιππικό που μπήκε με δόρατα στη Σμύρνη
και έζησε τις λεηλασίες των Τούρκων τη φωτιά… Ακολούθησε η προσφυγιά στη Σάμο,
την Αίγυπτο και το Παρίσι. Στη Γαλλική πρωτεύουσα φοίτησε από το 1923 έως το
1927 ως ακροατής (visitors) των πραγματογνωμόνων –εκτιμητών (experts-priseurs) στη Σχολή του
Λούβρου.
Περιμέναμε να καταπιαστεί με το επάγγελμα του εμπόρου
έργων τέχνης. Όμως δεν το ακολούθησε. Ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία γράφοντας
σε γαλλικές, βελγικές και αιγυπτιακές, ενώ ταξίδευε διαρκώς… Το 1927 έλαβε ένα μήνυμα ότι η Κύπρια μάνα
του αρρώστησε και ήθελε να δει τον μονάκριβο γιο της πριν κλείσει τα μάτια της.
Αμέσως ο Ευθύφρων επιστρέφει στην Ελλάδα και πάει
αμέσως στη Σάμο. (εκεί έμειναν αφού κατάφεραν να γλιτώσουν από τους Τούρκους).
Η μητέρα του πεθαίνει και ο Ευθύφρων με τον πατέρα του έρχονται στην Αθήνα και
στρέφεται στο εμπόριο τέχνης εφαρμόζοντας
τη γνώση και την πείρα του. Σ’ αυτό το σημείο και μιλάμε λίγο πριν το 1922 έως
το 1920 και 1921 όταν ξαφνικά εμφανίζονται μπροστά του χωρικοί της περιοχής των
Μεσογείων και του προσφέρουν ένα δεκάδραχμο και αυτός το έβαλε στη βιτρίνα του.
Στη συνέχεια οι χωρικοί βρήκαν και άλλα και έψαξαν να μάθουν ποιος θα μπορούσε
να τους πληροφορήσει για την αξίαν τους. Τους είπαν λοιπόν ότι ο αρμοδιότερος
ήταν ο καθηγητής Σβορώνος ο καθηγητής της Νομισματικής Συλλογής (Ιδέ Ευθύφρων
Ηλιάδης της Άρτεμις Δομένικου 71-72-73 … 2008).
Πήγαν οι χωρικοί για να του μιλήσουν και να τους πει
για την αξίαν αν θα μπορούσαν να κερδίσουν κάτι από αυτά. Όταν πήγαν ο
καθηγητής καθότανε στο γραφείο του και μελετούσε. Τους καλοδέχτηκε, τους ρώτησε
τι θέλουν και του απάντησαν ότι ήθελαν να εκτιμήσει μερικά νομίσματα που είχαν
βρει στο χωράφι τους. Όντως τα νομίσματα
ήταν πανέμορφα, πεντακάθαρα σαν να είχαν εκείνη τη στιγμή βγει από το
νομισματοκοπείον. Τα είδε ο Σβορώνος και σκέφτηκε ότι δεν ήταν δυνατόν να είναι
αρχαία τα νομίσματα αυτά αφού δεν είχαν πάνω τους τα σημάδια του χρόνου.
Σκέφτηκε τότε ότι κάποιος του έστειλε τους χωρικούς να τον κοροϊδέψουν και να
του πλασάρουν κίβδηλα νομίσματα. Έτσι τους έδιωξε κακήν κακώς λέγοντάς τους:
-Ξέρω εγώ !! Ο Χριστόδουλος σας έστειλε!!
Οι χωρικοί έφυγαν τρομαγμένοι. Βγαίνοντας έξω οι
χωρικοί, άρχισαν και αναρωτιόντουσαν ποιος να ’ναι αυτός ο Χριστοδούλου που
ανέφερε ο καθηγητής. Πήγαν στην Ομόνοια αμέσως πήραν την Αθηνά και εκεί
βρήκαν έναν παλαιοπώλη ο οποίος τους
έστειλε τέρμα Αιόλου και Πανδρόσου όπου εκεί βρήκαν το εργαστήρι του
Χριστόδουλου. Πράγματι γρήγορα–γρήγορα πάνε και τον βρίσκουν στο πάγκο. Σήκωσε
το κεφάλι του και τους κοίταξε πάνω από τα γυαλιά του και τους έγνεψε
χαμογελώντας να πλησιάσουν. Μπήκαν μέσα
οι χωρικοί διστακτικά και του είπαν την ιστορία τους. Αφού τους δικαιολόγησε τον καθηγητή Σβορώνο,
τους ζήτησε να δει τα νομίσματά τους.
-Πόσα ζητάτε;
-Μήπως και γνώριζαν τι να ζητήσουν; Σκέφτηκαν ξανασκέφτηκαν και οι χωριάτες
ζήτησαν πέντε χιλιάδες για … πενήντα κομμάτια που είχαν μαζί τους.
-Ακούστε φίλοι μου, εγώ θα σας δώσω 10000 είπε ο Χριστοδούλου με
πατρικό τόνο καθώς τα στριφογύριζε και απολάμβανε τον αριστουργηματικό
σχεδιασμό της κατασκευής τους.
-Μόλις εκείνοι άκουσαν το ποσόν χαρήκανε και χαμογέλασαν τα μουστάκια
τους … αφού τον ευχαρίστησαν, ο Χριστοδούλου πήρε το σακάκι του, έβγαλε δέκα
χιλιάρικα και τους τα ΄δωσε λέγοντάς τους:
-«Ότι άλλο βρείτε, δεν είναι ανάγκη να ενοχλείτε τον καθηγητή. Να τα
φέρνετε κατευθείαν σε μένα». Αφού έφυγαν οι χωριάτες, διαλέγει δύο εκθαμβωτικά
και σπάνια νομίσματα από τα πενήντα …
και αρχίζει να τα αντιγράφει. Στην αντιγραφή ήταν άφθαστος και άπιαστος. Δύο
μερόνυχτα όπως και το περιγράφει ο Ευθύφρων, ούτε έφαγε ούτε κοιμήθηκε. Την
τρίτη μέρα το φως το ήλιου τον βρήκε να
κρατά στα δυο του χέρια τα μουντζουρωμένα δύο νομίσματα ίσης ομορφιάς και αξίας
με τα αρχαία.
Τα χάιδεψε στοργικά σαν το φυλάργυρο, τα έφερε στο
μέτωπό του που έκαιγε από τον πυρετό της
αγωνίας και της δημιουργίας και ύστερα
κάλεσε τον «παραγιό» του, τον γιο της αδελφής του Ιουλίας τον Κυριάκο…
-Αγόρι μου, φώναξε την Αρχόντισσα.
ΚΑΤΟΡΘΩΣΕ ΝΑ ΞΕΓΕΛΑΣΕΙ ΤΟΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΣΒΟΡΩΝΟ
Η Αρχόντισσα ήταν μια γυναίκα χήρα στρατηγού, την
οποία όταν ήθελε να πλασάρει αντίγραφα την χρησιμοποιούσε. Μόλις την έφερε ο
Κυριάκος την συμβούλεψε:
-Πήγαινε στον Σβορώνο, δείξε του αυτά τα δύο νομίσματα και πες του ότι
τα βρήκες καταχωνιασμένα σ’ ένα μπαούλο του στρατηγού και ζήτα του να σου πει
πόσο αξίζουν και αν ενδιαφέρεται να τ’ αγοράσει.
-Πρόσεξε Αρχόντισσα, εσύ δεν θα του πεις τιμή. Έξυπνη η Αρχόντισσα ….
Τρέχει στον Σβορώνο ο οποίος μόλις τα είδε καταγοητεύτηκε… και τις προσφέρει
είκοσι χιλιάδες δραχμές.
-Κύριε Σβορώνε εσείς ξέρετε απάντησε η γυναίκα. Τσεπώνει τα λεφτά και τρέχει στον Χριστοδούλου, ο οποίος
αμέσως τις δίνει δύο χιλιάρικα για τον
κόπο της…
Αυτός ήταν ο Χριστοδούλου όπως ο φίλος του
Ευθύφρωνας Ηλιάδης μας τα αναφέρει όλα μαγνητοφωνημένα και τα οποία
απομαγνητοφώνησε η κυρία Δουμένικου. Όντως ήταν ο μεγαλύτερος αντιγραφέας
νομισμάτων, ο πρώτος κιβδηλοποιός, της εποχής εκείνης… Ακόμη και αυτόν τον
μεγαλύτερο γνώστη αρχαίων νομισμάτων, που το όνομά του αναφέρουν ακόμη και
σήμερα οι παγκόσμιες επιστημονικές εκδόσεις, τον καθηγητή Σβορώνο κατόρθωσε να
τον ξεγελάσει!
ΤΟ ΔΕΚΑΔΡΑΧΜΟ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
Μετά από αρκετά χρόνια αφού ο ελληνικός λαός πέρασε
τη Μικρασιατική καταστροφή, τη φτώχεια τη πείνα… φθάνουμε το 1940 όπου ο
κόσμος μέσα στην απελπισία και τη
φτώχεια που τον έδερνε ξεπουλούσε ότι είχε και δεν είχε. Η Αθήνα νεκροταφείο,
άνθρωποι σκελετωμένοι στους δρόμους σκιές. Ο κόσμος ξενυχτούσε έξω από τις
πόρτες τους και πέθαινε… Οι πρωταγωνιστές ο μεν Χριστοδούλου συνέχισε να πουλά
τα πλαστά νομίσματα και να φτιάχνει καινούργια ενώ ο Ευθύφρωνας να ανοίγει ένα
μαγαζάκι πενήντα τετραγωνικών στη γωνία Παρνασσού και Παπαρηγοπούλου απέναντι
από το Υπουργείο Ναυτικών …. και εκεί τοποθέτησε και πίνακες, πορσελάνες,
ασημικά και ένα δεκάδραχμο του Χριστοδούλου που είχε από τότε που το πήρε από
τους γεωργούς. Στο μαγαζί του ερχόντουσαν Ιταλοί και Γερμανοί που είχαν
καταλάβει το Υπουργείο Ναυτιλίας και του πουλούσαν ότι έκλεβαν από μέσα όπως
π.χ. πίνακες του Γερμενή, του Βολονάκη και πολλά άλλα. Εν τω μεταξύ ο
Ευθύφρωνας και η σύζυγός του η Ξένη μια δασκαλίτσα μπαίνουν στην αντίσταση στο
ΕΑΜ.
Ξαφνικά μια μέρα μετά την απελευθέρωση από αυτούς,
Άγγλοι που ξέμειναν στην Αθήνα και είχαν εγκατασταθεί στην Αθήνα βλέπει το
δεκάδραχμο και δεν χάνει καιρό μπαίνει και ρωτάει τον Ευθύφρωνα πόσο κάνει. Ο
φίλος μας τα μασάει και ο Άγγλος φεύγει και την άλλη μέρα σταματάει ένα καμιόνι
με δύο φαντάρους και αρχίζουν να ξεφορτώνουν. Γέμισε το κατάστημα με κούτες και
κουτάκια. Μέσα αντικρίζει ότι φανταστεί ο νους του ανθρώπου από κουβαρίστρες,
κάλτσες και πολλά άλλα. Την άλλη μέρα ο Ευθύφρων φωνάζει ένα έμπορο και του τα
προσφέρει προς 100 χιλ. δραχμές ποσό μεγάλο για την εποχή.
Μετά από δεκαπέντε μέρες να σου πάλι έρχεται ο Εγγλέζος συνοδευόμενος
από δύο ανωτέρους αξιωματικούς.
-Είσαι ευχαριστημένος με αυτά που σου ’στειλα ρωτάει χαμογελαστός.
-Ναι φυσικά είμαι απάντησε ο Ευθύφρων. Όμως δεν μπόρεσα να τα διαθέσω
όλα.
-Καλά θα σου στείλω και άλλα και σηκώθηκαν και έφυγαν.
Σε λίγες μέρες έρχεται ένα δεύτερο αυτοκίνητο και
ξεφορτώνει ακόμη τα καλύτερα πράγματα από το προηγούμενο. Αυτά πουλήθηκαν προς
150.000 δραχμές. Συνολικά ο Ευθύφρων έβγαζε 250.000 δραχμές ενώ ο ίδιος όλα τα
κοστολόγησε προς 50000 δρχ. Έτσι την επόμενη μέρα παρέδωσε το δεκάδραχμο στον
Εγγλέζο. Το πήρε αυτός το κοίταζε προσεκτικά και στράφηκε στον παλαιοπώλη.
-Πες μου τώρα γιατί ζητάτε τόσα λεφτά για αυτό το νόμισμα;
-Κάθισε να σου πω. Γνωρίζεις
βέβαια ότι όλα τα δεκάδραχμα είναι πανάκριβα και δυσεύρετα. Αυτό όμως έχει μια
ιδιομορφία που μονάχα ειδικοί σπεσιαλίστες συλλέκτες θα μπορούσαν να την εκτιμήσουν. Δεν είναι
αυθεντικό αρχαίο νόμισμα. Είναι το
δεκάδραχμο του Χριστοδούλου. Ο Εγγλέζος κοκκινίζει, αλλάζει χρώματα και
απαντάει: Μα αυτό έψαχνα να βρω!!
Το Βρετανικό Μουσείο διαθέτει όλη τη συλλογή του
Χριστοδούλου εκτός από τούτο και σε μένα μου ’δωσαν «εντολή» να το βρω και να
τους το πάω…
Πως έφτασαν όλα τα νομίσματα του Χριστοδούλου στο
βρετανικό Μουσείο; Την ιστορία αυτή τη διηγείται ο ίδιος ο Ευθύφρων Ηλιάδης και
είναι όλα τα ανωτέρω και αυτά που έπονται είναι μαγνητοφωνημένα σε CD.
-Όταν γέρασε ο Χριστοδούλου δεν μπορούσε να δουλέψει. Έβγαλε τότε από
τα σεντούκια του όπου τα ΄χε καταχωνιασμένα τα ωραιότερα από τα νομίσματα που
είχαν περάσει από τα χέρια του. Ήταν διακόσια πενήντα αυθεντικά αρχαία
νομίσματα, αυθεντικά αρχαία νομίσματα... Τα ΄βαλε στην τσέπη του και… ξεκίνησε
για το Λονδίνο να πουλήσει στο Βρετανικό Μουσείο τη συλλογή!!! Μόλις τα είδαν
οι υπεύθυνοι του Μουσείου εντυπωσιάστηκαν από την ποιότητα (το ίδιο βάρος, λεπτομερή χαρακτηριστικά
όμοια με τα πραγματικά, το ίδιο σχήμα
κλπ.) την ομορφιά και τον αριθμό των νομισμάτων. Από το Βρετανικό Μουσείο ο
Χριστοδούλου ζήτησε 100.000 λίρες Αγγλίας. Μόλις τα είδαν οι υπεύθυνοι του
Μουσείου θαμπώθηκαν ήταν σπανιότατα, απαράμιλλης ομορφιάς και τέχνης. Εντός δύο
ωρών τακτοποιήθηκαν τα πάντα, παρέλαβαν οι Άγγλοι τα δεκάδραχμα εις χρυσούν και
υπόγραψαν το συμβόλαιο. Περιχαρής ο Χριστοδούλου έφυγε και άρχισε να γυρίζει τα
καταστήματα του Λονδίνου και να ψωνίζει… φυσικά ένας γέρος άνθρωπος τι θα ψώνιζε στο Λονδίνο; Την πέμπτη μέρα
όπως διηγείται ο φίλος του ο Ευθύφρωνας και Πρόεδρος του σωματείου αρχαιοπωλών…
πηγαίνει η αστυνομία στο ξενοδοχείο που έμενε ο πονηρός αντιγραφέας και τον
συλλαμβάνει με την κατηγορία της πώλησης κιβδήλων νομισμάτων!!
Τι είχε συμβεί; Απλούστατα ο Υπεύθυνος του Μουσείου
κάλεσε όλους τους έγκριτους Άγγλους νομισματολόγους να αξιολογήσουν. Κάποιοι
από αυτούς γνώριζαν ότι ο Χριστοδούλου ήταν ικανότατος αντιγραφέας και δήλωσαν
ότι αποκλείεται η συλλογή να είναι γνήσια; (αυθεντικά)
Έστειλαν την αστυνομία του απάγγειλαν κατηγορίες,
του πήραν το διαβατήριο και τον έβαλαν υπό επιτήρηση . Ο Χριστοδούλου
διαμαρτυρόταν. Μέσα σε δύο- τρεις μέρες ορίστηκε η δίκη του Χριστοδούλου και
κάθισε στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Η αίθουσα του δικαστηρίου γεμάτη από
αρχαιολόγους-νομισματολόγους… Όλοι τους ήσαν περίεργοι, τι θα έλεγε ο διάσημος
παραχαράκτης. Με ύφος περήφανο και άνετο καθότανε στο δικαστήριο και περίμενε.
-Έχετε δικηγόρο κατηγορούμενε; ρωτάει ο Πρόεδρος.
-Όχι δεν έχω και δεν χρειάζομαι. Θα υπερασπιστώ τον εαυτό μου μόνος
απάντησε με σταθερή φωνή.
-Βάσει του νόμου θα δεχτείτε δικηγόρο που θα ορισθεί από το δικαστήριό μας,
ανταπάντησε ο Πρόεδρος.
-Όπως ορίζει ο νόμος Πρόεδρε.
-Του έδωσαν ένα άσχετο με τα νομίσματα δικηγόρο επομένως άσχετο με την
κόλαση.
-Πουλήσατε κ. κατηγορούμενε αυτά τα νομίσματα στο Μουσείο; Μπορείτε να
βεβαιώσετε ότι είναι αληθινά; τον ρωτάει ο Πρόεδρος αυστηρά.
-Μάλιστα κ. Πρόεδρε, τα νομίσματα είναι αληθινά απαντά με βεβαιότητα
και όντως τα πούλησα στο Μουσείο. Τότε ένα βουητό διατρέχει την αίθουσα: Ησυχία
παρακαλώ, φωνάζει ο Πρόεδρος.
-Πως μπορείτε κατηγορούμενε να αποδείξετε ότι αυτά που λένε οι δικοί
μας επιστήμονες, δεν είναι αληθινά και ότι εσείς έχετε δίκαιο;
-Μάλιστα κύριε Πρόεδρε, παρακαλώ να καλέσετε ενώπιον σας και του
ακροατηρίου τους επιστήμονες αυτούς να μας πουν ποια από τα νομίσματα είναι
αληθινά και ποια όχι… και με μία γρήγορη κίνηση βγάζει από την τσέπη του
πενήντα χρυσά νομίσματα και τα τοποθετεί μπροστά στον Πρόεδρο και συνεχίζοντας
απευθυνόμενος στον Πρόεδρο, παρακαλώ
δώστε τους όσον χρόνο θέλουν για την εξέταση των νομισμάτων. Ο Πρόεδρος
θεώρησε το αίτημα δίκαιο και αμέσως, έτρεξαν με φακούς και μετά από εξέταση
μιας ώρας αποφάνθηκαν οι Ειδικοί ότι τα τριάντα πέντε από τα πενήντα ήταν
γνήσια και τα υπόλοιπα πέντε πλαστά!!! Σηκώνεται τότε ο Χριστοδούλου πλησιάζει
την έδρα και απευθυνόμενος στον Πρόεδρο λέει:
-Λυπάμαι που θα σας στεναχωρήσω, αλλά πραγματικά αρχαία νομίσματα είναι
τα δεκαπέντε … που οι νομισματολόγοι σας απέρριψαν ως πλαστά και αυτή είναι η
απόδειξη. Βάζει το χέρι του στη τσέπη του και βγάζει τις μήτρες των πλαστών
νομισμάτων που είχε φτιάξει ο ίδιος.
-Μόλις ακούει ο Πρόεδρος αμέσως
τον αθωώνουν παμψηφεί… και αμέσως γυρνάει ο Πρόεδρος προς τους αρμόδιους του
Βρετανικού Μουσείου λέγοντας τα ακόλουθα: «από τούδε και στο εξής να μην
προβείτε σε αγορά νομισμάτων αν προηγουμένως δεν τα έχει εξετάσει ο ίδιος».
Έτσι και έγινε… το Βρετανικό Μουσείο προχώρησε
ένα βήμα παραπέρα: ενδιαφέρθηκε να συγκεντρώσει όλα τα αντίγραφα σπανίων νομισμάτων του
Χριστοδούλου. Αφού για πολλά χρόνια έψαχναν, στο τέλος τα συγκεντρώσανε εκτός
από το δεκάδραχμο του Ευθύφρωνα δηλ. αυτό που κατείχα εγώ…
Ο Αδάμος Κατσαντώνης
Συνθέτης –ποιητής συγγραφέας
Επομένως ο Χριστοδούλου ζούσε ακόμα και μετά την
κατοχή όπως αποδεικνύεται από τα λεγόμενά του συμπατριώτη του Ηλιάδη όταν
έφυγαν οι Γερμανοί και εγκαταστάθηκαν οι Άγγλοι. Όλα αυτά που ανέφερα είναι
κατεγραμμένα σε κασέτες[5] και
απομαγνητοφωνήθηκαν από την κα Δομένικου στο βιβλίο «Ευθύφρων Ηλιάδης».
Επομένως πιστεύω ότι το 1950 οπότε και χάνονται τα ίχνη του. Ήταν τότε που ο
Κυριάκος Αδάμου ο ανηψιός του Αλλακιντήρη κληρονόμησε το μαγαζί του και ότι
απέμεινε από την κλοπή. Είναι αλήθεια ότι οι κλέφτες ήξεραν τι θα έκλεφταν.
Προσωπικά πιστεύω ότι πήραν τις μήτρες
των αρχαίων νομισμάτων, γιατί ήταν «ένας χαρισματικός παραχαράκτης». Είναι
αλήθεια και διαβάζω ότι κυκλοφορούν και αυθεντικές μήτρες του Χριστοδούλου. Σκεφτείτε
ποιος τις πούλησε ή ποιος τις έκλεψε; Πιστεύω είναι οι μήτρες που κλάπησαν από
το μαγαζί στη Πανδρόσου του Κωνσταντίνου ή Κωνσταντή όπως τον αποκαλούν στο
διαδίκτυο τον Κων/νου Χριστοδούλου. Πιστεύω ότι όπως ένας Ηρακλιώτης γράφει στο
διαδίκτυο «τα έργα του Χριστοδούλου δεν υπάρχουν. Τα περισσότερα είναι στο
μουσείο και δεν θα ξαναβγούν από κει». Ο Κυριάκος Αδάμου, ο ανηψιός του
Αλακιντήρη μετά τον θάνατο του Χριστοδούλου συνέχισε το έργο του θείου του.
Παντρεύτηκε την Κατίνα από την Μάνη. Μετά το θάνατο του Κυριάκου πούλησε το
μαγαζί σε κάποιον άλλο και άφησε μέχρι πρόσφατα την ταμπέλα με το όνομα του
Αδάμου από σεβασμό. Τώρα είναι μπουτίκ του Παναθηναϊκού. Ο Κυριάκος λοιπόν
έφθασε και έγινε Πρόεδρος των Αρχαιοπολών.
Πρέπει να αναφέρω
ότι πολλοί γνωστοί που ασχολούνται με τα νομίσματα αναφέρουν στο διαδίκτυο ότι
κανονικά ο «Χριστοδούλου έπρεπε να είναι
ο σύγχρονος νομισματολόγος της Ελλάδας και όχι ο Σβορώνος!!! Σημειώστε ότι ο
Χριστοδούλου με τον Σβορώνο είχε άπειρα δικαστήρια και φυσικά σε όλα αθωονότανε
διότι δεν υπήρχαν αποδείξεις για την πλαστότητα των νομισμάτων που τον
κατηγορούσαν. Σημειώστε ότι ο Σβορώνος ήταν πελάτης του Χριστοδούλου και ο
οποίος πήγαινε στο εργαστήριό του και του έδινε παραγγελίες νομισμάτων. Ο Χριστοδούλου
πονηρός ον, τον ψάρευε αφού τον ρωτούσε πως περίπου είναι, τι παραστάσεις έχει;
Μετά έψαχνε και τις εύρισκε σε φωτογραφίες και του τα έφτιαχνε. Όταν λοιπόν
έσκασε η μπόμπα ότι, ότι του έφτιαχνε
ήταν πιστά αντίγραφα ο Σβορώνος σκύλιασε γιατί του τα έσκασε και άρχισε
να κυνηγάει τον Κωνσταντή με λύσσα! Αλλά ποιος θα αποδείκνυε ότι ήταν αντίγραφα;;;
Παλαιότερα όπως μας λέει ο Ευθύφρων κυκλοφόρησε μια μπροσούρα, με τίτλο
«τα Χριστοδούλεια νομίσματα». Εκεί περιλαμβάνονται όλα τα αντίγραφα που είχε κάνει
και γινόταν σύγκριση της δουλειάς του με τη δουλειά των αρχαίων
νομισματοχαρακτών.
Ο Ευθύφρων Ηλιάδης συνεχίζει: «Άφησε εποχή σαν
μοναδικός και ανεπανάληπτος αντιγραφέας. Αν είχε ζήσει στην Αρχαιότητα θα είχε
αποκτήσει τους ίδιους τίτλους με τους χαράκτες των πρώτων χρόνων της Χρυσής
Εποχής».
Ο καθηγητής Ιωάννης Σβορώνος και τότε διευθυντής του
Εθνικού Νομισματοσκοπίας, στο σύγγραμμα του “journalInternationalArcheologieNumismatique” αναφέρει πολλά. Ο
Κωνσταντίνος Χριστοδούλου τον επισκέφθηκε κάποια στιγμή το 1900 με σκοπό να του
δώσει κάποια αρχαία νομίσματα ως δωρεά προς το μουσείο όπως του είπε. Εκεί ο
Χριστοδούλου με μαεστρία τον ξεγέλασε και απέσπασε κάποια άλλα αρχαία νομίσματα
από τη συλλογή του μουσείου και στη θέση του τοποθέτησε αυτά που δήθεν θα
χάριζε στο Μουσείο. Ο ίδιος ο καθηγητής περιγράφει την ποιότητα των κιβδήλων
νομισμάτων του Χριστοδούλου και αναφέρει πως αυτά ήταν με λεπτομέρεια
κατασκευασμένα έτσι που οι χημικοί της εποχής ακόμα, δυσκολεύονταν να
διαπιστώσουν την γνησιότητά τους.
Ο καθηγητής Μιχάλης Τιβέριος στο βιβλίο
«Αρχαιολογία» αναφέρει για τον Κωνσταντίνο Χριστοδούλου ως έναν από τους
διασημότερους κιβδηλοποιούς νομισμάτων του 19ου και 20ου
αιώνα.
Πολύ χαρακτηριστικά
π.χ. είναι τα όσα γράφτηκαν για τον κιβδηλοποιό και πλαστοποιό Κωνσταντίνο
Χριστοδούλου «ως Έλληνες δεν πρέπει… να ντρεπόμαστε για τον παραχαράκτη
συμπατριώτη μας, αλλά αντίθετα να τιμούμε τον μεγάλο Έλληνα καλλιτέχνη,
χαράκτη, την ιδιοφυία που «φόρεσε τα γυαλιά» στους επιστήμονες όλου του κόσμου»
(Τεζεδάκης, «Μετάλια του Χριστοδούλου».
Έδωσα ότι μπορούσα να γράψω για την ζωή και ειδικά
πως χαρακτήριζαν οι Έλληνες επιστήμονες. Αυτή ήταν η ζωή αυτού του μεγάλου
παραχαράκτη εδώ στην Αθήνα. Τέλος θέλω να αναφερθώ ότι από τις δικές μου
έρευνες ο Αλακκιντήρης ή Χριστοδούλου Κωνσταντίνος άρχισε να δραστηριοποιείται
με τα αρχαία νομίσματα, ακόμη και με τα πλαστά ξεκίνησε εκεί γύρω στο
1900-1914. Εν συνεχεία συνέχισε το 1922 την εποχή της Μικράς Ασίας. Ας μην
ξεχνούμε την άφιξη τότε πολλών χιλιάδων Μικρασιατών, οι οποίοι προσφυγοποιήθηκαν
από τα σπίτια τους και μαζί τους έφερναν ότι μπορούσαν π.χ. χρήματα, χρυσό κλπ.
και φθάνουμε στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο
όπου και βλέπουμε από τις έρευνές μου ότι δρούσε και μετά το τέλος του πολέμου
άρα ζούσε ο Αλακκιντήρης.
Όσον αφορά το τελευταίο του μαγαζί στην Πανδρόσου 47 και πιο πριν
Πανδρόσου και Αιόλου. Μετά τον θάνατό του το μαγαζί το διέρρηξαν από την οροφή.
Ότι απόμεινε το μοιράσθηκαν οι κληρονόμοι όπως π.χ. ο Κατσαντώνης , ο Χ”
Γιώρκης, ο Παναγιώτης και Μαρία. Το μεγαλύτερο μερίδιο το έλαβεν ο Χ’’
Γιώρκης. Το μαγαζί μετά το θάνατό του το δούλεψε ο «παραγιός» του ο Κυριάκος.
Το μαγαζί το κληρονόμησε η γυναίκα του Σταυρούλα η οποία λίγο αργότερο το
πούλησε.
Προτού κλείσω το κεφάλαιο Κώστας Χριστοδούλου θέλω να αναφέρω κάποιο στοιχείο από τον Κόκο
Φοινικαρίδη τον οποίο και κατέγραψε ο φίλος Αδάμος Κατσαντώνης στο βιβλίο του
«Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΠΟΙΗΤΗΣ» .
Κάποτε στην Αθήνα είχαν συλλάβει και προφυλακίσει
τον Χριστοδούλου ο οποίος σαν ελεύθερο πουλί δεν άντεχε την φυλακή. Σκέφτηκε
ένα τρόπο για να βγει. Το βράδυ που κοιμόντουσαν οι συγκρατούμενοί του μέσα στο
ίδιο κελί, τους ανακάτωσε τα παπούτσια τους. Τότε βγήκε πάνω στο μάρμαρο του
παραθύρου της φυλακής και από αυτό το σημείο σημάδεψε την λάμπα με ένα παπούτσι
και την έσπασε. Μετά άρχισε να φωνάζει ξύπνησαν όλοι οι συγκρατούμενοί του και
άρχισαν να τσακώνονται για τα παπούτσια. Όταν έφθασαν οι φρουροί, τον ρώτησαν
τι γύρευε πάνω στο μάρμαρο (πεζούλι) του παραθύρου. Αυτός, έξυπνος ον και δείχνοντας πολύ φοβισμένος τους
είπε: Τι με βάλατε εμένα σ’ αυτό το κελί
με τόσους τρελούς μαζί. Θα με σκοτώσουν και με αυτό τον τρόπον τους έπεισε και
τον έβγαλαν έξω.
Όσα ανέφερα σχετικά με την ζωή του Αλακκιντήρη ή
Χριστοδούλου Κων/νος τα περισσότερα τα διηγήθηκε ο ίδιος ο Πρόεδρος των
αρχαιοπωλών αλλά και καλλιτέχνης ο Ευθύφρωνας Ηλιάδης ο οποίος έζησε μεταξύ
1904 όπου γεννήθηκε και το 2002 όταν πέθανε και ο οποίος είχε την πρόνοια να
γράψει όλη την ζωή του σε 175 ωριαίες κασέτες ήδη έχω γράψει σε ειδικό πόνημα
για την ζωή του. Επομένως δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει τα όσα λέγει.
Από το βιβλίο του Μιχάλη Α. Τιβερίου «Πλαστά αρχαία νομίσματα» του Κωνσταντίνου Χριστοδούλου. Μορφωτικό ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης 2014 σελ. 40-42. Πλαστά Αρχαία Νομίσματα. |
Κανείς δε θα
λησμονήσει την εμφάνισή του μέσα στα δικαστήρια της Αγγλίας όταν ανάγκασε τους
Άγγλους δικαστές να ανακοινώσουν εκείνο… το «Κύριοι πρώτα θα καλείται να
εξετάσει τα νομίσματα ο Χριστόδουλος και μετά εσείς θα τα αγοράζετε …» Ήταν
μεγάλη η απαξίωση προς τους Βρετανούς ιθύνοντες του Μουσείου.
Μέχρι και σήμερα, προσθέτει ο Αδάμος Κατσαντώνης,
όταν μία συλλογή είναι μεγάλης αξίας, τότε λένε «είναι σαν την συλλογή
Χριστοδούλου». Επίσης, στο αρχαιολογικό
μουσείο της Αθήνας υπάρχει η Πτέρυγα Κωνσταντίνου Χριστοδούλου. Όταν πέθανε ο Αλακκιντήρης, οι εφημερίδες της
εποχής έγραψαν ότι ο θάνατος του αποτελούσε εθνική απώλεια.
Ο Αδάμος Κατσαντώνης, συνθέτης, ποιητής, συγγραφέας (1958-) είναι ο
μοναδικός εν ζωή από την ευρύτερη οικογένεια του Αλακκιντήρη, που μετά την
δολοφονία του Αδάμου Αντρέα Κοτσινόφτα, (σύζυγος Ιουλιανής, που ήταν αδελφή του
Αλακκιντήρη), που φέρει το όνομα Αδάμος. Στην Αχερίτου ζούσε ο Αδάμος
Παπαδόπουλος, από την Μαρία, αδελφή του Αντώνη.
Ο Αδάμος Κατσαντώνης, σαν γνήσιος απόγονος του Αλακκιντήρη, έχει
ιδιαίτερη αδυναμία στα νομίσματα και σήμερα διαθέτει μια αξιόλογη συλλογή νομισμάτων. Ο Αντώνης Αδάμου Κατσαντώνης, ανιψιός του
Αλακκιντήρη, είχε και αυτός μια ιδιαίτερη κλήση προς την αρχαιολογία. Έβρισκε ή αγόραζε παλιά ή αρχαία αντικείμενα
και τα μεταπωλούσε για καθαρά βιοποριστικούς λόγους.
Στη μνήμη
του Κωνσταντίνου Χριστοδούλου, ο Αδάμος Κατσαντώνης έγραψε το ποίημα με τίτλο
«Ο Αλακκιντήρης» και που περιέχεται στην ποιητική του συλλογή «ΘΚΙΑΛΑΛΗΜΑΝ
ΨΥΣΙΗΣ»
Ο
Αλακκιντήρης
Έπκιαν την στράταν του φευκού για
την Αθήναν,
μ΄ έναν ποξιάν στην φτωshικήν του την νωμιάν,*
τζ΄ έκαμεν έρκατα,^* π΄ ως σήμμερις εμείναν,
που τα ΄βραν μάστροι, για να πκιαν κληρονομιάν.
Γιος της Δερύνειας που ΄shεν νουν σαν τ΄ αρκαλούπιν,**
τζιαι γοιον αρκάππαρον*** την είshεν φανταshάν,
που ΄καμεν τέγνην, των ππαράων
το καλούπιν,
τζ΄ έφκαλεν νάμιν, ως μακρά στην
περαshάν.****
Ήτουν ο ξόπρωτος^ στους κάρπικους ππαράες,
που ΄νν εθκιαφέραν, αν εν γνήshοι,^^ για πλαστοί,
τζ΄ έκαμεν κόσshινον,^^^
πολλούς καλαμαράες,^^^^
δίχα ποττέ του μεσ΄ την τσάκραν να
πκιαστεί.
Να
περιπαίζει της Αγγλίας προφεσόρους,
τζιαι
να γητεύκει, με το νάμιν δικαστές,
να
μεν φοάται, με ποινές με δικεόρους,
τζι΄α
φκάλλει γνήshες, λίρες
που ΄καμεν, πλαστές.
Ενντζ΄ είshεν άλλον, τον ππαράν να παραλλάσσει,
με
τόσην τέγνην, τζιαι με τόσην μαστορκάν,
να τον θαμμάζουν όπου πα΄ τζ΄
όπου θκιαλλάσσει,*^
τζ΄
ούλλα τους ξόπρωτα, τζιαι γνήshα
στην θορκάν.*^^
Τεγνίτης
άφταστος, με δίχα δεύτερον του,
που
΄μαθεν μόνος του, γοιον λέσιν πραχτικά,
τζ΄ εποθαμμάζαν*^^^ τον οι
πάντες στον τζιαιρόν του,
τζ΄
εφημερίες να τον γράφουν ταχτικά.
Γύριση μέρα, γοιον επέθανεν, εγράψαν,
πως εν απώλεια, τζιαι θέμις εθνική,
σε τόπον άγνωστον, τζιαι ξένον τον εθάψαν,
που ΄νν τον εμάθασιν, με ξένοι, με δικοί.
Τζ΄ έμεινεν άγνωστος, στον τόπον τον δικόν
του,
τζ΄ ας ήτουν τότες πιριντζής**^ μεσ΄ τον
τουνιάν,
μήτ΄ αττυμούνται τ΄ όνομαν του στο χωρκόν
του,
στης λήθης έκρουσεν, την μαύρην καρβουνιάν.
Αδάμος
Κατσαντώνης
*Ο
ώμος. ^*Έργα **΄Άγρια, πονηρή αλεπού. ***Άγριο, ατίθασο άλογο. ****Η ξενιτιά.
^Ο
πρώτος των πρώτων. ^^Γνήσιοι,
αυθεντικοί. ^^^Τους ξεπέρασε, τους
ξεγέλασε. ^^^^Οι Ελλαδίτες.
*^Πάει,
διακινείται. *^^Στην όψη. *^^^Τον θαύμαζαν. **^Ο πρώτος.
Επίλογος
Ακόμη τα αντίγραφα είναι πονοκέφαλος για τους
σύγχρονους νομισματολόγους!!
Είναι λοιπόν να μην θαυμάζεις ένα τέτοιον άνθρωπο; Βεβαίως έναν άνθρωπο
που όλος ο επιστημονικός κόσμος τον θαυμάζει και ακόμη αυτοί οι φλεγματικοί
Άγγλοι δικαστές του αναγνωρίζουν την αθωότητά του και να ζητάει από το Αγγλικό
Μουσείο με κείνη την σπουδαία απόφαση «όταν αγοράζετε νομίσματα να καλείται τον
κον Χριστοδούλου για να σας πει για την γνησιότητά τους».
Δυστυχώς αυτός ο άνθρωπος πέθανε άσημος και ξεχασμένος….
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1) Πλαστά αρχαία νομίσματα του Κων/νου Χριστοδούλου Ι.Ν. SvoronosChristodoulostheCountergeiter, Σικάγο 1974.
2)Ταξεδάκης Π. «Μετάλια του Χριστοδούλου.» Αυθεντικά έργα ενός μεγάλου
παραχαράκτη. Νομισματικά χρονικά 10 (1991) σ. 92-97.
3) Μουλάκης Χ, «Χριστοδούλου παραχαράκτης. Και άλλες μήτρες Νομισματικά
Χρονικά 13(1994) σ. 43-54.
4) Χριστοδούλου ο παραχαράκτης: Είκοσι ακόμη κίβδηλα; Νομισματικά
χρονικά 114 (1995) σελ. 71-75.
5) Χριστοδούλου και αύθι στο Α.Ρ. Tzamalis. ΜνήμηMartin
Sessop Price, Αθήνα 1996 σ. 157-160.
6) Ανεξάντλητος Χριστοδούλου, Νομισματικά Χρονικά 19 (2000) σ.131-134.
7) Μιχάλης Α- Τιβέριος: Πλαστές Αρχαιότητες και Παραχαράξεις της
Ιστορίας Αθήνα 2014 Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.
8) Αδάμου Κατσαντώνη «Ο Πατριάρχης Ποιητής» (Λευκωσία 2014)
9) Μουλάκης Χ. «Χριστοδούλου παραχαράκτης. Και άλλες μήτρες Νομισματικά
Χρονικά 13 (1994) σ. 43-54).
-Ν. Χριστοδούλου ο παραχαράκτης: Είκοσι ακόμη κίβδηλα: Νομισματικά
Χρονικά 14 (1995) σ. 71-75.
10) Ανεξάντλητος Χριστοδούλου: Νομισματικά Χρονικά 19 (2000) σελ.131-134.
11) – Μυκονιάτη Α., Πλαστές αρχαιότητες. Μια άλλη όψη στην πρόσληψη της
πολιστικής κληρονομιάς στο νέο ελληνικό κράτος. Θεσσαλονίκη 2001.
12) Γαζεδάκης Π.: Μετάλλια του Χριστοδούλου Αυθεντικά έργα ενός μεγάλου
παραχαράκτη «Νομισματικά Χρονικά 10»
(1991) σελ. 92-97.
13) Άρτεμις Δομένικου Ευθύφρων Ηλιάδης 2008.
14) ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 25/7/2008 σελ. 5. Ο δεσμώτης – πρώτος ανασκάσεως της
Μακρονήσου.
15) Εφ. ΕΘΝΟΣ ημ. 7/9/2016 Υπάρχουν αρχαία εδώ.
16) Χρ. Αγγελομάτης Χρονικόν Μεγάλης Τραγωδίας. Βιβλιοπωλείο ΕΣΤΙΑΣ ΙΔ
Κολλάρο. & ΣΙΑ 8η έκδοση Μάρτιος 2008.
17) Ιωάννης Σβορώνος στον Πανδέκτη; (Pandektisekt.gr του Εθνικού
Ιδρύματος Ερευνών).
18) Αδάμου Κατσαντώνη «ΘΚΙΑΛΑΛΗΜΑΝ ΨΥΣΙΗΣ» Διαλεκτική ποίηση (Λευκωσία 2018)
19) «Κωνσταντίνος Χριστοδούλου Αλακκιντήρης». Μελέτη του Βίχτωρα
Καραγιάννη.
20) Coinago τεύχος Απριλίου 1967 άρθρο για τον Χριστόδουλο
Αδάμου Κατσαντώνης “Ο Πατριάρχης Ποιητής” Ευθύφρων Ηλιάδης Άρτεμης Δομένικου
Αθήνα 2008 σελ. 72-76.
21) Καθημερινή (επτά ημέρες) 3 Μαρτίου 2002. Μιχάλης Τιβέριος: Πλαστές
Αρχαιότητες και παραχαράξεις της ιστορίας. Ειδ. ΜΙΕΤ σελ. 114.
22) steki –syllekton.gr Βιβλίο του
Αντώνη Ν. Κατσαντώνη «Τ΄ ΟΛΟΑΣΠΡΟΝ ΠΕΖΟΥΝΙΝ»,
Ειδικό παράρτημα για τον Αντώνη Αδάμου Κατσαντώνη. Λευκωσία 1978.
[1] Χ. Μουλακής: Χριστοδούλου παραχαράκτης.
Νομισματικά Χρονικά 13 (1994) σελ. 13-54. Επίσης του ιδίου: Παραχαράκτης
Χριστοδούλου: είκοσι ακόμη κίβδηλα νομίσματα. Νομισματικά χρονικά 14 (1995)
σελ. 71-75, ίδια αρ. 19 (2000) σελ. 131-134.
[2]1) S. ColdeyMasterArtForget. Νέα Υόρκη 1951.
2) Μ. Τιβέριος πλαστές αρχαιότητες και
Παραχαράξεις Ιστορίας σελ. 33-34 Μορφωτικό Ίδρυμα
Εθνικής Τράπεζας. Αθήνα 2014.
[3] Τεξεδάκης: Μετάλλια του Χριστοδούλου σημ. 32 σελ. 96.
[4] Μ. Τιβερίου ο.π. σελ. 36.
[5] Οι κασέτες όλες που είχε καταγράψει ο Ευθύφρων και αυτά που αναφέρομαι
εγώ είναι αποσπάσματα των 175 κασετών στο μικρό του δημοσιογραφικό μαγνητόφωνο
και αυτές τις κασέτες τις έδωσε η σύζυγος του Ηλιάδη η Μαίρη Βασιλάκη- Ηλιάδη
για απομαγνητοφώνηση.